διάπυρον

διάπυρον ενάντια στην κουλτούρα της εκδίκησης

diapyron.com (Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος)

Οι εκδόσεις διάπυροΝ ξεκίνησαν μια μέρα του Νοεμβρίου του 2008. Ήταν περίπου μία εβδομάδα πριν από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, τα οποία άφησαν χαραγμένο πάνω μας, σαν πληγή που δεν κλείνει, το βίαιο, σχεδόν αποκρουστικό στίγμα τους. Το εκδοτικό σχήμα πλαισιώθηκε αμέσως από τον Θανάση Τριαρίδη, ο οποίος συνεχίζει έκτοτε να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωσή του. Ταυτόχρονα, με αγάπη και ανιδιοτέλεια

στήριξαν το εγχείρημα και κάποιοι καλοί φίλοι, όπως ο μεταφραστής Διονύσης Παπαδουκάκης, o Θανάσης Πολλάτος, ο γραφίστας Κώστας Μηναΐδης, η σκηνοθέτρια Στέλα Αλισάνογλου, ο ποιητής Κωνσταντίνος Ποζουκίδης, ο συγγραφέας Νίκος Μπόνου, η ζωγράφος Έλλη Γρίβα και ο εκδότης Φαίδωνας Κυδωνιάτης.

Οι θεματικοί άξονες των εκδόσεων διάπυροΝ, όπως ίσως φαίνεται ενδεικτικά και από τους τίτλους των βιβλία μας (όσων εκδόθηκαν και όσων πρόκειται να εκδοθούν), περιστρέφονται γύρω από τη μη βίαιη αντίσταση, την άρνηση του πολύμορφου τρόμου, τον αντιμιλιταρισμό, τους εθνικούς μύθους, την οικολογία, αλλά κυρίως γύρω από την ανθρώπινη ανάγκη.

Ένας από τους στόχους που τέθηκαν εξαρχής ήταν ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας. Τα έσοδα κάθε βιβλίου θα τροφοδοτούν το επόμενο βιβλίο ή/και υποθέσεις αλληλεγγύης (δηλαδή ανάγκης). Η κεντρική διάσταση, ωστόσο, ήταν και παραμένει η ρητή αντίθεση στη βία (όποιο πρόσωπο ή χρωματισμό κι αν έχει: είτε φαιό, είτε κόκκινο, είτε μαυροκόκκινο, είτε γαλανόλευκο). Ή μάλλον, για να ξεφύγουμε από το μοτίβο της άρνησης, η στόχευση ήταν και παραμένει διττή: αφενός, η ανάδειξη της ανθρώπινης ανάγκης (και η συν-παρουσία στον πόνο της), αφετέρου η ανεμπόδιστη ροή του λόγου (άρρηκτα ενωμένη με την αναγνώριση του ετέρου λόγου). Να κάνουμε ένα νεύμα στους δίπλα και στους απέναντι (για να έρθουν ή να πάμε δίπλα), χωρίς θόρυβο. Γιατί ακόμη και τα πιο ανθρωποκεντρικά συνθήματα μπορούν να γίνουν παραγγέλματα, κι οι πιο επαναστατικές φλόγες θεριεύουν και γίνονται πύρινες λαίλαπες που κατακαίουν τα πάντα στο πέρασμά τους.

Γιάννης Ευαγγέλου, Δεκέμβριος 2009

Μέσα στο φως, ο κόσμος μένει η πρώτη κι η τελευταία μας αγάπη.
Τ’ αδέρφια μας αναπνέουν κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό μ’ εμάς,
η δικαιοσύνη είναι ζωντανή.
Τότε γεννιέται η παράξενη χαρά
που μας βοηθάει να ζούμε και να πεθαίνουμε,
και που δεν θα δεχτούμε πια να αναβάλουμε γι’ αργότερα.

Ο ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ ΝΕΩΚΟΡΟΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣΟ Αριστομένης Σακκάς γεννήθηκε στο χωριό Βελανιδιά της Καλαμάτας το...
25/11/2025

Ο ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ ΝΕΩΚΟΡΟΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ

Ο Αριστομένης Σακκάς γεννήθηκε στο χωριό Βελανιδιά της Καλαμάτας το 1905 και, λίγο πριν το 1940, παντρεύτηκε και μετακόμισε στην πόλη της Καλαμάτας. Εκεί εργάστηκε ως νεωκόρος και, τον Οκτώβριο του 1943, τρεις μέρες πριν από τα γενέθλιά του, η ζωή τού έκανε το χειρότερο δώρο, καθώς συνελήφθη από τους Γερμανούς μέσα στην εκκλησία και οδηγήθηκε αρχικά στο Χαϊδάρι και έπειτα στο Άουσβιτς.

Εκεί γλίτωσε πολλές φορές την εκτέλεση. Κάποτε, μάλιστα, παραλίγο να πάει κατά λάθος στο Κρεματόριο. Είδε να περνάει μια ομάδα Εβραίων, αυτός δεν κατάλαβε πού τους πάνε, κι αποφάσισε να πάει μαζί τους. Τον έδιωξε, όμως, κακήν κακώς κάποιος Εβραίος, κι έτσι γλίτωσε.

Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι ο Αριστομένης Σακκάς, κατά την επιστροφή του, κινδύνεψε για μία ακόμη φορά να χάσει τη ζωή του, αυτή τη φορά σε ελληνικό έδαφος. Κατά την επιστροφή του στην Καλαμάτα με καράβι από τη Θεσσαλονίκη, κοντά στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξέσπασε θαλασσοταραχή και παραλίγο να πνιγεί – τόσο φοβερή ήταν εκείνη η τρικυμία, μάλιστα, που η οικογένειά του τον θεώρησε αρχικά χαμένο.

Ο Αριστομένης Σακκάς διατέλεσε γραμματέας του Συλλόγου Ομήρων Γερμανών του Νομού Μεσσηνίας, εκπρόσωποι του οποίου, όπως φαίνεται στο συνημμένο απόκομμα (εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ, 23 Μαρτίου 1965), επισκέφτηκαν τη Δυτική Γερμανία το 1965, με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης, με σκοπό τη μετακομιδή οστών και τέφρας Ελλήνων ομήρων. Έφυγε από τη ζωή γύρω στο 2000 και φαίνεται ότι στο περιβάλλον του δεν είχε διασωθεί μέχρι σήμερα καμία γραπτή αναφορά στο πρόσωπό του.

Ευχαριστώ τον ευγενέστατο συνονόματο ανιψιό του για τις πληροφορίες που μου παραχώρησε. Ακολουθούν τα δημοσιεύματα των εφημερίδων ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΒΡΑΔΥΝΗ από τον Απρίλιο του 1945.

*****************************************************************

Και ένας Έλληνας, Χριστιανός αυτός, δραπέτης της ναζιστικής λάγκας: Αριστομένης Σακκάς ή «ο αριθμός 181201» για τα φασιστικά κτήνη. Ήρθε μόλις χθες από εκεί…

– Κι όταν έφτασα στα σύνορα, λέει, ενώ τα μάτια του βουρκώνουν, έξω από τη Φλώρινα γονάτισα, έκανα το σταυρό μου κι έσκυψα και φίλησα το χώμα, το χώμα της Πατρίδας μου… Κι όταν μπήκαμε στη Φλώρινα, είδα στρατό ελληνικό, άκουσα να μου μιλάνε ελληνικά, κόσμο να μαζεύεται γύρω μου και να μαλώνουν ποιος θα με περιποιηθεί, μου φάνηκε σαν όνειρο… Δεν πίστευα στα μάτια μου… Αμφέβαλλα αν άκουγαν καλά τα αφτιά μου…

Και μας αφηγείται ύστερα την Οδύσσειά του, γιατί για καθέναν απ’ αυτούς η ζωή του είναι μια πραγματική Οδύσσεια.

Ήταν νεωκόρος σε μια εκκλησία των Καλαμών. Μ’ ένα μικρό κτηματάκι που είχε, κατόρθωνε να τα φέρει βόλτα, να ζει την οικογένειά του. Ξαφνικά, ένα πρωί στις 22 Οκτωβρίου, ενώ τακτοποιούσε την εκκλησία για να είναι καθαρή για του Αγίου Δημητρίου, ακούει βιαστικό ποδοβολητό. Δεν πρόλαβε να γυρίσει να δει τι συνέβαινε και βρέθηκε αντίκρυ στην κάννη του αυτομάτου ενός κτήνους με στολή. Θέλησε να ρωτήσει τι συμβαίνει, αλλά η απάντηση ήταν ένα βαρύγδουπο «ράους». Σε λίγο ήταν κι αυτός ένας από τους δυο χιλιάδες Καλαματιανούς που είχαν συλληφθεί εκείνη την ημέρα και, πριν προλάβει να δει τους δικούς του, είχε φορτωθεί σε ένα τρένο για την Αθήνα.

Στην Κόρινθο κατόρθωσαν να το σκάσουν μερικοί. Οι άλλοι κουβαλήθηκαν στην Αθήνα. Εκεί κοσκινίστηκαν και 130 μεταφέρθηκαν στο ντεπόζιτο των υπό εκτέλεση του Χαϊδαρίου. 170, δε, φορτώθηκαν στο τρένο για να ξεφορτωθούν στο Άουσβιτς.

Η ζωή εκεί κυλούσε μεταξύ λάγκας και ανθρακωρυχείου. Στη λάγκα ξύλο με στυλιάρι από τον πρώτο τυχόντα Γερμανό, στο ανθρακωρυχείο δώδεκα ώρες δουλειά, σε 800 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης και σε μισό μέτρο νερό. Ξυπόλητοι ή με ξυλοπάπουτσα ασήκωτα, μισόγυμνοι, με κάτι κουρέλια μόνο. Κρύο ψόφος επάνω, υγρασία και ασφυξία κάτω. Δεν ξέρει πού να πει κανείς πως ήταν χειρότερα!

Βέβαιο, όμως, είναι πως οι Ισραηλίτες ήταν χειρότερα: είχαν και το κρεματόριουμ γι’ αυτούς. Κι όταν τους δολοφονούσαν με την ασφυξία, ξερίζωναν τα χρυσά δόντια σε όσους είχαν. Όσο για τις γυναίκες, τους έκοβαν τα μαλλιά, τα οποία κουβαλούσαν στη Γερμανία. Αυτό ήταν αποκλειστικό για τους ανθρώπους της φυλής του Ισραήλ. Οι άλλοι, βέβαια, δεν καλοπερνούσαν. Δεν ήταν και τόσο εύκολο πράγμα να κρατήσουν το κεφάλι στους ώμους τους. Αλλά δεν τους έκαιγαν να τους κάνουν λίπασμα ή σαπούνι.

Το μίσος για τους Ισραηλίτες ήταν απεριόριστο. Τόσο που μια μέρα έφεραν κι εκτέλεσαν μια ολόκληρη οικογένεια Λιθουανών επειδή δεν βρήκαν Ισραηλίτες σε κάποια λιθουανική πόλη!

Όμως, χειρότερη από όλους γενικά ήταν η θέση των γυναικών, αδιακρίτως θρησκεύματος. Οι δυστυχισμένες γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να δουλεύουν σε έργα έξω, στη βροχή και στο χιόνι, νηστικές και σχεδόν ολόγυμνες. Πολλές ήταν μόνο με μια κομπινεζόν! Βέβαια, δούλεψαν πολύ λίγο. Γιατί γρήγορα, σε πολύ λίγες μέρες, άλλες πέθαναν στα νοσοκομεία στις αρχές και άλλες με μια πιστολιά στο κεφάλι.

Ο θάνατος αυτός, βέβαια, ίσχυε μόνο για τις μη Ισραηλίτισσες. Γιατί γι’ αυτές υπήρχε το κρεματόριουμ.

Και μέσα στα 12 εκατομμύρια ομήρων που η φασιστική κτηνωδία είχε συγκεντρώσει στον παράδεισό της διά της βίας, δεν ήταν λίγα τα εκατομμύρια των γυναικών.

Οι μόνοι που οπωσδήποτε περνούσαν υποφερτότερα ήταν οι Ρώσοι όμηροι. Αυτούς δεν τους έδερναν και δεν τους εκτελούσαν για ψύλλου πήδημα. Και τούτο βέβαια από υπολογισμό. Φοβόντουσαν τη ρωσική θύελλα που θα περάσει πάνω από τον καταραμένο τόπο τους.

– Μια φορά, αφηγείται ο Σακκάς, με έδειραν. Δεν ήταν η μοναδική… Μα αυτή τη φορά θα τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή. Κουβαλούσαμε με έναν άλλον πατάτες. Και το δοχείο δεν ήταν γεμάτο ως επάνω. Το είδε ο φύλακας και μας διέταξε να το αφήσουμε καταγής. Μόλις το αφήσαμε, μας αρχίζει στις βουρδουλιές και τις κλοτσιές. Κι επάνω σ’ αυτό φτάνει κι ένας στρατιώτης με ένα στυλιάρι στα χέρια. Πώς δεν με άφησε στον τόπο, ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω. Με έριξε κάτω και άρχισε να με χτυπά μ’ αυτό σε όλο μου το κορμί. Δάγκωνα το χώμα από τους πόνους και μούγκριζα. Ύστερα, πια, δεν ξέρω τι έγινε. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν σε ένα νοσοκομείο. Όλο μου το κορμί πονούσε. Ένας Πολωνοεβραίος γιατρός με περιποιόταν. Είχε κάνει και στην Ελλάδα δυο χρόνια και ήξερε ελληνικά. Με περιποιήθηκε πολύ. Αυτός μου έδωσε λίγο κουράγιο.

Μπροστά σ’ αυτά τα μαρτύρια, τον Δεκέμβριο του 1944 έγινε μια δυναμιτιστική απόπειρα. Διακόσιοι Ελληνοεβραίοι κατόρθωσαν και αγόρασαν 17 οπλοπολυβόλα από Γερμανούς αντιχιτλερικούς, πληρώνοντάς τα όσο-όσο. Επίσης πήραν κι αρκετή δυναμίτιδα. Σκοπός τους ήταν να ανατινάξουν τα 4 κρεματόρια που υπήρχαν στο Άουσβιτς.

Εγχείρημα παράτολμο. Με τα μέτρα που είχαν ληφθεί, ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Η απελπισία όμως είχε θολώσει τα μάτια των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων. Και η απόπειρα έγινε. Το πρώτο κρεματόριουμ ανατινάχθηκε στον αέρα. Έμεναν όμως άλλα τρία. Κι αυτά σώθηκαν για να πιστοποιούν τη συνωνυμία της Γερμανίας με το έγκλημα. Γιατί, μόλις έγινε η πρώτη ανατίναξη και οι κατάπληκτοι από αυτή Γερμανοί συνήλθαν, έστειλαν αμέσως ενισχύσεις. Πάνω από χίλιοι Γερμανοί με πολυβόλα, όλμους κτλ. έπεσαν πάνω στους διακόσιους Ελληνοεβραίους. Έγινε μάχη αρκετή ώρα, στην οποία σκοτώθηκαν 170 από αυτά τα κτήνη. Πόσο όμως μπορούσαν να κρατήσουν μόνο 17 οπλοπολυβόλα; Στο τέλος υπέκυψαν. Και καθώς ήταν κυκλωμένοι και άοπλοι, εκτελέστηκαν όλοι με μια ριπή στο κεφάλι του καθενός.

Ύστερα, για κάμποσες μέρες, τα τρία κρεματόρια που έμειναν δούλεψαν εντατικά. Η κάθε σάλλα από αυτά έπαιρνε 2.500-3.000 ανθρώπους. Καταλαβαίνετε καλά τι δράμα εκτυλίχθηκε εκεί κοντά στις πηγές του Βιστούλα. 30-40μ. είναι ψηλές οι καμινάδες από τα κρεματόρια. Κι οι φλόγες έβγαιναν έως 10 μέτρα ακόμη πάνω από αυτές. Εδώ ταιριάζει το ρητό: «Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, η Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής.» Θρήνος και κοπετός ανάμεσα στους Ισραηλίτες που κρατούνταν στις διάφορες λάγκες.

Και η τρομοκρατία αυτή τώρα τελευταία, με τη ρωσική προέλαση, είχε ενταθεί. Σκότωναν αδιακρίτως για το τίποτε. Από σπορ, από κέφι…

Το πώς σώθηκε ο άνθρωπος αυτός είναι άλλο πράγμα, ένα αληθινό θαύμα.

Στη λάγκα του Άουσβιτς ήταν 8.000 κρατούμενοι. Στις 18 Ιανουαρίου δόθηκε η διαταγή να φύγουν αμέσως. Συγκέντρωσαν τις 7.000 – τους άλλους 1.000, άγνωστο. 100 χιλιόμετρα στα χιόνια και τις λάσπες, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό. Κι αν κανείς τολμούσε να σκύψει να πάρει λίγο χιόνι για να βρέξει τη γλώσσα του, του ερχόταν μια πιστολιά από πίσω κι έμενε στον τόπο. Αν πάλι κανείς δεν μπορούσε να βαδίσει, είχε την ίδια τύχη.

Μετά από την πορεία αυτής, τους έβαλαν όλους σε ένα τρένο με 40 βαγόνια! Έκλεισαν τις πόρτες και προχώρησαν άλλα 100 χιλιόμετρα. Εκεί άνοιξαν τις πόρτες και τους διέταξαν να κατεβούν. Εκεί όμως, τους μισούς τους περίμενε ο θάνατος. Στο αριστερό μέρος της γραμμής είχαν τοποθετηθεί πολυβόλα. Κι όσοι κατέβαιναν από εκεί δέχθηκαν τις ριπές τους. Οι άλλοι, που κατέβηκαν από το δεξιό, γλίτωσαν. Κι άρχισε νέα πορεία, η πορεία του θανάτου.

Έφτασαν στο Ρίμπνικ. Δεξιά του δρόμου, δάσος απέραντο. Αριστερά, κάμπος. Αλλά, δεξιά και αριστερά, πολυβόλα στημένα. Στις 7 το βράδυ, στις 22 Ιανουαρίου, δόθηκε το πρόσταγμα. «Αλτ». Και η φάλαγγα των κολασμένων σταμάτησε για να αρχίσουν τα πολυβόλα, μέσα στο σύθαμπο, να τη γαζώνουν. Τα κορμιά έπεφταν σαν τα στάχυα στο δρεπάνι του θεριστή. Ο βόγγος κι ο γόος των πληγωμένων. Ξέσχιζε την ατμόσφαιρα.

– Δεν ξέρω τι εγκληματίες είναι αυτοί! λέει ο δυστυχισμένος Σακκάς.

Δεν είναι απλώς εγκληματίες! Είναι κάτι πολύ χειρότερο: είναι φασίστες! Κάτι πολύ χειρότερο κι από τις ύαινες της Κολάσεως που είδε ο Δάντης.

Και το μακελειό αυτό συνεχίστηκε αρκετή ώρα. Πολλοί όμως, μπροστά στον βέβαιο θάνατο, προτίμησαν το αβέβαιο μιας σωτηρίας διά της φυγής. Το έβαλαν στα πόδια. Μαζί τους και ο Σακκάς. Αρκετοί κατόρθωσαν να φτάσουν στο δάσος, όπου έμειναν δυο μερόνυχτα νηστικοί. Μαζί του ήταν ένας Εβραίος και ένας Τσεχοσλοβάκος. Γυρίζοντας έτσι στα τυφλά, βρήκαν μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη με πατάτες και κάρβουνα. Εκεί ήταν κι άλλοι. Έμειναν εκεί μερικές μέρες τρώγοντας πατάτες βραστές.

Το κανόνι όμως ακουγόταν διαρκώς και πλησιέστερα. Ο ρωσικός στρατός όλο και πλησίαζε. Κι ένα πρωί, πηγαίνοντας να βγουν από την αποθήκη, βρέθηκαν αντιμέτωποι με δύο Ρώσους στρατιώτες. Ο Τσεχοσλοβάκος τούς έκανε το διερμηνέα. Τους είπε την ιστορία τους. Κι εκείνοι τους έστειλαν στο Κλάιβιτς, όπου η ζέστη από τις πυρκαγιές του βομβαρδισμού θέρμαινε την ατμόσφαιρα 10 χιλιόμετρα μακριά. Τίποτα δεν ήταν όρθιο εκεί μέσα. Είχε περάσει η χιτλερική θεομανία. Ύστερα τους πήγαν στην Κατοβίτσα. Το ίδιο κι εκεί ρημαδιό. Η Πολωνία, λέει, ούτε σε εκατό χρόνια δεν ξαναγίνεται. Τους περιποιήθηκαν πολύ. Τους έδωσαν τρόφιμα και ρούχα ζεστά, και σπίτι να μείνουν. Μετά από δέκα μέρες έφυγαν, για να φτάσουν εδώ μέσω Ρουμανίας και Σερβίας προχτές και να γίνουν οι ζωντανοί κήρυκες της φασιστικής θηριωδίας.

Μα δεν είναι μόνο αυτοί, με τους χαραγμένους στο δέρμα αριθμούς, οι κήρυκές τους. Είναι και μια κινηματογραφική ταινία. Οι Εβραίοι κρατούμενοι συγκέντρωσαν τα χρυσαφικά τους –70 οκάδες δαχτυλίδια, ρολόγια κι άλλα τιμαλφή– με τα οποία εξαγόρασαν τους φρουρούς τους (είναι οι ήρωες, οι θρυλικοί αυτοί του Γ΄ Ράιχ) και γύρισαν μια ταινία από το κρεματόριο. Η ταινία αυτή διασώθηκε και παραδόθηκε στον ρωσικό στρατό. Και η ταινία αυτή βοά γιατί πρέπει να λείψει, να περάσει θερμοκαυτήρας, πάνω από το φασιστικό εξέλκωμα της Ευρώπης.

Α. Μπουντούρης

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 10 Απριλίου του 1945. Διατηρήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας όσον αφορά τα τοπωνύμια.)

—---—---—---—---—---—---—---—---—---—---

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Απρίλιος (Ιδ. υπηρ.) – Έφτασε, απελευθερωμένος από τον προελαύνοντα ρωσικό στρατό, μαζί με άλλους, ο εκ Καλαμών Έλληνας Αριστομένης Σακκάς, που φέρει ως όμηρος τον αριθμό 181201. Είχε συλληφθεί στην Καλαμάτα, όπου υπηρετούσε ως νεωκόρος, και μαζί με άλλους 170 οδηγήθηκε στο Άουσβιτς. Αφηγείται φρικώδη βασανιστήρια τα οποία υπέστησαν εκεί οι όμηροι, μεταξύ των οποίων ήταν Εβραίοι, Έλληνες και Λιθουανοί. Δούλευαν σε ένα ανθρακωρυχείο, 800 μέτρα κάτω από τη γη, και ξυλοκοπούνταν πολλές φορές μέσα στη μέρα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, λέει, δεν έλειπαν τα σαμποτάζ.

Τον Δεκέμβριο του 1944, αφηγείται, διακόσιοι Έλληνες Εβραίοι κατόρθωσαν κι αγόρασαν 17 οπλοπολυβόλα από αντιχιτλερικούς Γερμανούς, έως και δυναμίτιδα, για να ανατινάξουν 4 κρεματόρια στα οποία έκαιγαν τους Εβραίους. Το πρώτο κρεματόριο ανατινάχθηκε. Τα άλλα τρία σώθηκαν από τους Γερμανούς έπειτα από μάχη με τους Ελληνοεβραίους, οι οποίοι, πριν σκοτωθούν, κατόρθωσαν με τα 17 οπλοπολυβόλα να σκοτώσουν 170 Γερμανούς. Έπειτα από αυτό, δούλευαν για μέρες στα κρεματόρια, καθένα από τα οποία έπαιρνε 2.500-3.000 πτώματα. Κι έπειτα αφηγείται την Οδύσσειά του.

Στη Λάγκα του Άουσβιτς, λέει, ήμασταν 8.000 κρατούμενοι. Στις 18 Ιανουαρίου μάζεψαν 7.000 και μας έβαλαν σε πορεία μέσα στα χιόνια, χωρίς νερό και ψωμί. Βαδίσαμε περίπου 100 χιλιόμετρα και έπειτα μας έβαλαν σε 40 βαγόνια. Έπειτα από 100 χιλιόμετρα, η αμαξοστοιχία σταμάτησε, άνοιξαν τις πόρτες και μας διέταξαν να κατεβούμε. Όσοι κατέβαιναν από το αριστερό μέρος, αντίκριζαν τα πολυβόλα και θερίζονταν. Από εκεί μας μετέφεραν στο δάσος του Ρίμπνικ, όπου φτάσαμε στις 7 το βράδυ στις 22 Ιανουαρίου. Μόλις σταματήσαμε, έριξαν πάνω στη μάζα ριπές πολυβόλων. Πολλοί σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι προσπάθησαν να σωθούν δια της φυγής, επωφελούμενοι του σκότους. Μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ, ο οποίος μαζί με έναν Εβραίο και έναν Τσεχοσλοβάκο κρυφτήκαμε σε μια παταταποθήκη. Μείναμε εκεί μερικές μέρες τρώγοντας ωμές πατάτες. Κι ένα πρωί, βγαίνοντας από την αποθήκη για νερό, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με δύο Ρώσους στρατιώτες. Μας περιποιήθηκαν και μας έστειλαν στο Κλάιβιτς, όπου μας έδωσαν ρούχα και παπούτσια. Από εκεί μ’ έστειλαν στην Ελλάδα μέσω Ρουμανίας και Σερβίας.

Ο κ. Σακκάς προσθέτει ότι οι Γερμανοί έχουν καταστρέψει τελείως την Πολωνία, σε βαθμό που είναι αδύνατη η ανοικοδόμησή της.

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΒΡΑΔΥΝΗ στις 16 Απριλίου του 1945. Διατηρήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας όσον αφορά τα τοπωνύμια.)

ΙΣΤ ΕΝΤ, 1936: ΤΟ ΠΟΓΚΡΟΜ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ«Είναι πλέον ώρα να μάθουν οι Βρετανοί κάτοικοι το...
24/11/2025

ΙΣΤ ΕΝΤ, 1936: ΤΟ ΠΟΓΚΡΟΜ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ

«Είναι πλέον ώρα να μάθουν οι Βρετανοί κάτοικοι του Ιστ Εντ ότι δεν θα αργήσει το πογκρόμ του Λονδίνου. Ο Μόσλι θα έρχεται κάθε νύχτα για να καθαρίσει το Ιστ Εντ και, μα τον Θεό, θα γίνει πογκρόμ.»

Αυτά έλεγε στο κοινό του το καλοκαίρι του 1936 ο «Μικ» Κλαρκ, το πιο υψηλόβαθμο μέλος της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών (BUF) στην περιοχή του Ιστ Εντ, ενώ συνεχίζονταν εντατικά οι προετοιμασίες για τη μεγάλη φασιστική πορεία που θα λάμβανε χώρα την Κυριακή 4 Οκτωβρίου.

Πυρετώδης όμως ήταν και η προετοιμασία της άλλης πλευράς, μόνο που πρώτα έπρεπε να ξεπεράσει ορισμένους σκοπέλους: το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ήδη προγραμματίσει για την ίδια μέρα συγκέντρωση υποστήριξης στην Ισπανία, ενώ τόσο το Εργατικό Κόμμα όσο και κάποιες εβραϊκές οργανώσεις (Board of Deputies of British Jews και Jewish Chronicle) είχαν δηλώσει την αντίθεσή τους στην προοπτική μιας αντισυγκέντρωσης. Τελικά, οι αντιδράσεις ξεπεράστηκαν και, στις 3 Οκτωβρίου, η εφημερίδα Daily Worker δημοσίευσε τη διαδρομή που θα ακολουθούσε η BUF, καλώντας τους ενδιαφερόμενους αντιφασίστες να συγκεντρωθούν στις 2 το μεσημέρι σε έναν από τους τέσσερις δρόμους που θα ακολουθούσαν οι φασίστες.

Το επόμενο μεσημέρι, 1.900 μελανοχίτωνες της BUF συγκεντρώθηκαν για να ξεκινήσουν την αντισημιτική πορεία τους. Για την περιφρούρηση της πορείας και την αποφυγή επεισοδίων είχαν επιστρατευτεί 6.000 αστυνομικοί. Όμως, ούτε ο πιο αισιόδοξος περίμενε πως από νωρίς το πρωί θα συγκεντρώνονταν σταδιακά πάνω από 100.000 αντιφασίστες (σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, το πλήθος έφτασε κάποια στιγμή ακόμη και το μισό εκατομμύριο). Και σαν να μην έφταναν αυτοί, σημαντική ήταν και η συνδρομή πολλών κατοίκων της περιοχής που έμειναν μεν στα σπίτια τους, αλλά άρχισα να πετούν αντικείμενα στους αστυνομικούς, για να τους εμποδίσουν να αφαιρέσουν τα οδοφράγματα.

Μετά από δύο ώρες οδομαχιών, με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις στην Cable Street, δεκάδες συλλήψεις και πολλούς τραυματίες, η πορεία της BUF είχε κολλήσει. Ο ίδιος ο Μόσλι, που άργησε χαρακτηριστικά να φανεί στην πορεία, επέλεξε να συνταχθεί με την εντολή του αστυνομικού διευθυντή και να κηρύξει γενική υποχώρηση και διάλυση της συγκέντρωσης, κάτι που έπληξε σημαντικά το κύρος του, ειδικά στους ξένους χορηγούς του. Λίγη ώρα αργότερα, στην έδρα της BUF όπου έφτασε με τη συνοδεία των αστυνομικών δυνάμεων, αρκέστηκε σε έναν σύντομο λόγο ενώπιον λίγων οπαδών του, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι υποχώρησε μπροστά «στην κόκκινη βία και την εβραϊκή διαφθορά».

Οι δύο ερωτήσεις που προκύπτουν αυθόρμητα είναι, αφενός, αν χάρη στις οδομαχίες της Cable Street πατάχθηκε ο αντισημιτισμός και, αφετέρου, γιατί ο Μόσλι δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την αστυνομική διαταγή.

Στο πρώτο ερώτημα, το βιβλίο From Cable Street to Oldham: 70 Years of Community Resistance απαντάει «και ναι και όχι».

«Όχι» γιατί η υπερβολική δημοσιότητα έκανε πιο γνωστή την BUF, η οποία κατάφερε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να στρατολογήσει ακόμη 2.000 μέλη μόνο στο Ιστ Εντ, αν και δεν άργησε πάλι να ξεφουσκώσει μόλις πέρασε το αρχικό κύμα του αντιδραστικού ενθουσιασμού. «Όχι» γιατί συνεχίστηκαν αμείωτες οι αντισημιτικές επιθέσεις στην περιοχή – μόλις μία βδομάδα αργότερα, την Κυριακή 11 Οκτωβρίου, 200 φασίστες έκαναν επιθέσεις σε εβραϊκούς στόχους (καταστήματα, σπίτια και αυτοκίνητα) στο Ιστ Εντ (βλ. Mile End Pogrom). «Όχι» γιατί δεν κόπασαν ούτε οι συγκεντρώσεις της BUF, με πιο χαρακτηριστική την ομιλία του Μόσλι ενάντια στη «διεφθαρμένη εξουσία του διεθνούς εβραϊκού κεφαλαίου» μπροστά σε 12.000 ανθρώπους, μόλις μια βδομάδα μετά τις οδομαχίες.

Αλλά, ταυτόχρονα, «ναι» επειδή ο Μουσολίνι απογοητεύτηκε αρχικά από τη δειλία του Μόσλι και έπειτα από τα κάκιστα αποτελέσματα στις δημοτικές εκλογές του 1937, με αποτέλεσμα να διακόψει τη χρηματοδότηση που παρείχε ήδη από τον Ιούνιο του 1933 στην BUF. «Ναι» επειδή, λόγω των επεισοδίων, η κυβέρνηση πέρασε σύντομα ένα νόμο (Public Order Act 1936) που απαγόρευε τις στολές και τις παραστρατιωτικές οργανώσεις στις πορείες, ενώ ποινικοποιήθηκε ακόμη και η χρήση προσβλητικού λεξιλογίου που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διασάλευση της ειρήνης. Μα, κυρίως, «ναι» επειδή οι οδομαχίες της Cable Street εμφύσησαν μια αίσθηση ενότητας στο Ιστ Εντ και αποτέλεσαν την αφορμή ώστε ολόκληρος ο αντιφασιστικός χώρος να ενωθεί μπροστά στην απειλή και ταυτόχρονα να κινητοποιήσει ακόμη και μη πολιτικοποιημένους πολίτες.

Όσο για το δεύτερο ερώτημα, η ατολμία του Μόσλι οφειλόταν σε έναν καθαρά προσωπικό λόγο. Την επόμενη μέρα ήταν προγραμματισμένο το ταξίδι του στο Βερολίνο, όπου στις 6 Οκτωβρίου θα παντρευόταν την Αγγλίδα αριστοκράτισσα και φανατική χιτλερική Νταϊάνα Μίτφορντ (πρώτη εξαδέλφη τόσο του Μπέρτραντ Ράσελ όσο και της συζύγου του Ουίνστον Τσόρτσιλ, καθώς και πρώην σύζυγο του κληρονόμου της ζυθοποιίας Γκίνες), με την οποία είχε μάλιστα παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου το ίδιο καλοκαίρι. Η τελετή θα λάμβανε χώρα στη βίλα του Γιόζεφ Γκέμπελς, σε στενό κύκλο και με έναν εκλεκτό καλεσμένο:

«Ο Μ. (Σ.Σ. Όσβαλντ Μόσλι) κι εγώ παντρευτήκαμε στις 6 Οκτωβρίου 1936 στο σαλόνι του σπιτιού του Γκέμπελς στο Βερολίνο, στην οδό Χέρμαν Γκέρινγκ. Φορούσα έναν χρυσαφή χιτώνα. Η Γιούνιτι (Σ.Σ. η αδερφή της) κι εγώ στεκόμασταν μπροστά στο παράθυρo ενός δωματίου στον επάνω όροφο, όταν είδαμε τον Χίτλερ να περπατάει ανάμεσα στα δέντρα του κήπου, που έμοιαζε με πάρκο και χώριζε το σπίτι από την Καγκελαρία. Τα φύλλα είχαν αρχίσει να κιτρινίζουν και ο ήλιος έλαμπε. Πίσω του ακολουθούσε ένας υπηρέτης που κρατούσε ένα κουτί και μερικά λουλούδια. Ο Μ. ήταν ήδη κάτω.

Η τελετή ήταν σύντομη. Ο ληξίαρχος είπε λίγα λόγια, ανταλλάξαμε βέρες, υπογράψαμε τα ονόματά μας, αυτό ήταν. Το δώρο του Χίτλερ ήταν μια φωτογραφία σε ασημένια κορνίζα, με τα αρχικά A. H. και τον γερμανικό αετό.

Όλοι μαζί πήγαμε οδικώς στο Σβανενβέρντερ, όπου η Μάγδα είχε ετοιμάσει το γαμήλιο τραπέζι. Τα μικρά κορίτσια, η Χέλγκα και η Χίλντε, έφτασαν αργότερα για να μας ευχηθούν και να μας δώσουν κι άλλα λουλούδια. Η Μάγδα και ο Δρ Γκέμπελς μού χάρισαν μια δερματόδετη εικοσάτομη έκδοση των έργων του Γκαίτε.»

(Από την αυτοβιογραφία της Diana Mosley, με τίτλο A Life of Contrasts. The Autobiography, που πρωτοεκδόθηκε το 1977. Το ζεύγος Μόσλι έμεινε αμετανόητο και πιστό στις φασιστικές του απόψεις μέχρι το τέλος της ζωής τους.)

— — — — — — — — — — — — — — — —

Συνημμένοι κάποιοι ενδιαφέροντες σχετικοί σύνδεσμοι (στο πρώτο σχόλιο). Οι φωτογραφίες είναι από πρόσφατη επίσκεψη στο Σβάνενβέρντερ. Διακρίνεται η εξοχική κατοικία του Φραντς Βέσσελ – η οικογένεια Βέσελ είχε αγοράσει ολόκληρο το νησί το 1882.

ΜΕΛΑΝΙΑ ΦΟΓΚΕΛΜΠΑΟΥΜ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΘΑΜΜΕΝΑ ΣΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ«Χτες, τη νύχτα τη χτυπούσαμεμε συρίγματα από τις ανάσες μαςμέχρι ν...
19/11/2025

ΜΕΛΑΝΙΑ ΦΟΓΚΕΛΜΠΑΟΥΜ: ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΘΑΜΜΕΝΑ ΣΤΑ ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ

«Χτες, τη νύχτα τη χτυπούσαμε
με συρίγματα από τις ανάσες μας
μέχρι να αποκοιμηθούμε στο μαύρο λουτρό·
κι η αυγή μάς ξύπνησε
και με κρότο πέταξε τα παλιοκούρελα του χθες.
Μην κλαις, μέρα,
με το αίμα από τις κρανιές
στην άκρη του δρόμου·
ξέρεις πώς ουρλιάζει το γέλιο του φθινοπώρου,
με μια μπότα χωμένη στο στόμα.»

**** **** **** **** **** ****

Αύγουστος 1944, γκέτο του Λοτζ (ορθότερα στα πολωνικά: Γουτς)
Αμέσως μετά την εκκένωση του γκέτο, ο Νάχμαν Ζονάμπεντ μένει πίσω ως μέλος της ομάδας που έχει αναλάβει να συσκευάσει και να στείλει στους Γερμανούς όσα αγαθά είχαν αφήσει πίσω τους οι Εβραίοι. Με μεγάλο προσωπικό ρίσκο, καταφέρνει να διασώσει σημαντικά έγγραφα από τη διοίκηση του γκέτο, καθώς και όσο περισσότερες φωτογραφίες και σημειώσεις μπορεί. Χώνει το υλικό σε γυάλινα βάζα και βαλίτσες, και το θάβει σε ένα ξεροπήγαδο. Αν επιζήσει, θα επιστρέψει για να το ανακτήσει.

Αύγουστος 1944, Άουσβιτς.
Η Μελάνια Φόγκελμπάουμ, ζωγράφος και ποιήτρια του γκέτο, βαριά άρρωστη με φυματίωση και τόσο αδύναμη που χρειάζεται να τη μεταφέρουν σε φορείο, μεταφέρεται στο Άουσβιτς. Λόγω της κατάστασής της, οδηγείται απευθείας από το βαγόνι στα κρεματόρια. Είναι μόλις 33 ετών.

1945, Λοτζ.
Ο πρώην έγκλειστος Λέον Κάουνερ επιστρέφει από το Άουσβιτς. Πρώτο του μέλημα είναι να ψάξει αν έχει απομείνει κάτι στο σπίτι μιας παλιάς του φίλης, ζωγράφου και ποιήτριας. Στην αυλή της εντοπίζει μόνο μια σκισμένη φωτογραφία – δεν έχει μείνει τίποτε άλλο από εκείνη τη φιγούρα «με τα γερακίσια μάτια, [...] εκείνη που τρεφόταν μόνο με το πνεύμα και δεν κρατούσε για τον εαυτό της ούτε τη μερίδα ψωμιού που της αναλογούσε». Την ίδια χρονιά, ο Νάχμαν Ζονάμπεντ επιστρέφει κι αρχίζει να ξεθάβει το υλικό που είχε συγκεντρώσει, για να το κρύψει σε ασφαλέστερο μέρος.

1950, Σουηδία.
Η Έλενα Ζίμλερ, πρώην έγκλειστη στο γκέτο του Λοτζ και επιζήσασα του Άουσβιτς, έχει ξεκινήσει μια νέα ζωή στη Σουηδία. Ο Νάχμαν Ζονάμπεντ επικοινωνεί μαζί της και της στέλνει δυο φωτογραφίες και δυο τετράδια με ποιήματα που είχε ανακαλύψει κάτω από τα συντρίμμια έξι χρόνια νωρίτερα. Η μία φωτογραφία απεικονίζει την Ζίμλερ με τη στενή της φίλη Μελάνια Φόγκελμπάουμ. Όσο για τα ποιήματα, ήταν ό,τι είχε απομείνει από τη δουλειά της Μελάνια και θεωρούνταν για χρόνια οριστικά χαμένα.

1972, Σουηδία.
Η Έλενα Ζίμλερ δημοσιεύει στα σουηδικά μια ανθολογία λογοτεχνίας του γκέτο, με τίτλο «Och skuggorna blir längre» («Και οι σκιές θα γίνουν μεγαλύτερες»), συμπεριλαμβάνοντας αρκετά ποιήματα της Μελάνια. Το 1999, παραδίδει τα τετράδια και τις φωτογραφίες στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον (λινκ στα σχόλια).

«Μια δεύτερη ζωή μπορεί να ανοίξει με τα βιβλία και τη μνήμη. Ο Μάρεκ κι εγώ θέλουμε, Μέλα, να το δεχτείς αυτό από εμάς. Κι όταν έρθει η ώρα, θα μας διαβάσεις δυνατά τα ποιήματά σου, εντάξει;» (Leszek Żuliński, στο επίμετρο του εξαντλημένου βιβλίου του Marek Piechocki για τη Φόγκελμπάουμ, με τίτλο «Drzwi otwarte na nicość» [«Πόρτες που οδηγούν στο πουθενά»]).

Στη συνημμένη φωτογραφία, αριστερά η Ζίμλερ και δεξιά η Φόγκελμπάουμ.

**** **** **** **** **** ****

«Στον πυθμένα του δρόμου
στο νεκροταφείο όλων των σιωπών και των κραυγών
χτυπά ξανά ο τυφλός κατακλυσμός των δευτερολέπτων.»

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΧΑΣΟΝ – Ο ΒΑΣΙΛΟΦΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΕΣΣτις 4 Ιουλίου του 1946 ολοκληρώνεται μετά από μαρ...
14/11/2025

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΧΑΣΟΝ – Ο ΒΑΣΙΛΟΦΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΘΑΝΑΤΟΠΟΙΝΙΤΕΣ

Στις 4 Ιουλίου του 1946 ολοκληρώνεται μετά από μαραθώνια συνεδρίαση η δίκη των Εβραίων προδοτών – κάποιοι απαλλάσσονται εντελώς από τις κατηγορίες, άλλοι δέχονται βαριές τιμωρίες και μεταφέρονται στη φυλακή για να εκτίσουν την ποινή τους, άλλοι καταδικάζονται ερήμην. Ο Βιτάλ Χασσών, όμως, χωρίς τον παραμικρό μάρτυρα υπεράσπισης, χωρίς καν κάποιο ελαφρυντικό από τον ίδιο του τον πατέρα, τη σύζυγο ή τη σύντροφό του, καταδικάζεται σε θάνατο.

Μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας και, σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, την Πέμπτη 4 Μαρτίου του 1948 (βλ. In Memoriam, Mikael Molho, σελ. 327) ετοιμάζεται για την εκτέλεσή του. Νωρίς το πρωί εξομολογείται στον ραββίνο της Κέρκυρας (μάλλον λάθος του Molho, καθώς ο τελευταίος ραββίνος της Κέρκυρας ήταν ο Γιακώβ Νεχαμά, ο οποίος έχασε τη ζωή του στο Άουσβιτς το 1944) και οδηγείται στο Λαζαρέτο (νησίδα κοντά στην Κέρκυρα – εκεί έγιναν 112 εξακριβωμένες εκτελέσεις μεταξύ 1947 και 1949, ενώ διασώζεται ο τοίχος στον οποίο εκτελούνταν οι θανατοποινίτες).

Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι ο βασιλόφρων Χασσών θα εκτελούνταν μαζί με έξι κομμουνιστές θανατοποινίτες (λινκ στα σχόλια), οι οποίοι όμως ζήτησαν να εκτελεστούν χωριστά. Και για να ολοκληρωθεί ο κύκλος της τιμωρίας, στο εκτελεστικό απόσπασμα ήταν κι ένας Εβραίος που καταγόταν από τη Δράμα. Έτσι, ο Βιτάλ Χασόν έγινε η μοναδική περίπτωση Εβραίου που και καταδικάστηκε σε θάνατο για συνεργασία με τους ναζί και εκτελέστηκε από ευρωπαϊκό κράτος.

Αντίθετα, η επίσης κατηγορούμενη έγκυος σύντροφός του απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες και λίγο μετά έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι – στη συνέχεια χάθηκαν εντελώς τα ίχνη τους. Μέχρι που, το 2020, κυκλοφόρησε το βιβλίο Family Papers της Sarah Abrevaya Stein, η οποία εξηγεί πόσο άβολα ένιωσε όταν είδε ένα πορτρέτο του πρωτοπόρου δημοσιογράφου Σααδί Μπεσαλέλ α-Λεβή σε ένα σαλόνι στο Μόντρεαλ. Μόνο που αυτό το σαλόνι ήταν στο σπίτι της κόρης του Χασόν.

—----—----—----—----—----
ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ
—----—----—----—----—----

Η Ζολή Σαρφατή, αδελφή του Χασσών, απολογούμενη, λέει ότι μετά το γάμο της δημιούργησε δική της οικογένεια και αρνείται κάθε ανάμειξη στη δράση του αδερφού της.

Με το ίδιο πνεύμα καταθέτει και ο Αρών Χασσών, πατέρας του Β. Χασσών.

Απολογείται, εν συνεχεία, ο Δανιήλ Χαγουέλ, ο οποίος αποδεικνύει ότι η σύλληψή του οφείλεται στην ομοιότητά του με τον κατηγορούμενο Μπαρτσιών. Λέει ότι παρέμειναν επί μήνες στις φυλακές αδίκως, διότι από τη σύλληψή του και μετά, και παρά την τοιχοκολληθείσα ανακοίνωση της Κοινότητας, η οποία καλούσε όποιον γνωρίζει κάτι σε βάρος του να προσέλθει και να καταθέσει, κανείς δεν εμφανίστηκε. Εξιστορεί τη δραματική ζωή του στο στρατόπεδο θανάτου του Γιαβόρνιο και καταλήγει ζητώντας δικαιοσύνη.

Η σύζυγος του Χασσών, απολογούμενη, λέει ότι δεν έχει καμία σχέση με τη δράση του συζύγου της. Όσο για τις επισκέψεις της στο Χιρς, δίνει την εξήγηση ότι γίνονταν για χάρη των γονιών της, οι οποίοι κρατούνταν εκεί. Ομολογεί ότι την παραμονή της αναχώρησης των Γερμανών έφυγε με το σύζυγό της και τις δύο ερωμένες του για το Μπάρι, αλλά λέει ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Στο σημείο αυτό, η συνεδρίαση διακόπτεται για τις 4 μ.μ.

—----—----—----—----—----
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ
—----—----—----—----—----

Στις 4 μ.μ., επαναλαμβανομένης της συνεδριάσεως, συνεχίζονται οι απολογίες των κατηγορουμένων.

Απολογείται ο Τυπούζ. Αρνείται κάθε κατηγορία και λέει ότι, αν έδωσε μερικά (αθώα) χαστούκια, αυτό το έκανε κατά διαταγή του Χασσών.

Ο νεαρός Σαχ Μαξ, απολογούμενος, λέει ότι, μόλις έφτασε από τη Βιέννη, κλείστηκε στο συνοικισμό Χιρς. Επειδή γνώριζε καλά γερμανικά, τον προσέλαβε ο Χασσών ως κλητήρα του γραφείου του.

Αναφερόμενος στην κατηγορία ότι οδηγούσε κορίτσια στον Χασσών, δεν αρνήθηκε τελείως, ισχυριζόμενος ότι εκτελούσε διαταγές του Χασσών.

Ο Κούνιο στην απολογία του τονίζει ότι δεν διέσωσε τίποτα από την περιουσία του. Δεν πήρε τίποτα από τα πράγματα των Εβραίων, που τα πήραν όλα οι Γερμανοί. Τονίζει ότι δεν είναι προδότης και, αν έσωσε την οικογένειά του, το πέτυχε με σκληρή εργασία. Καθάρισε ακόμη και βόθρους. Τέλος, παραδέχθηκε ότι υπήρξε πράκτορας της υπηρεσίας συγκέντρωσης των Εβραίων.

Ο Αλμπάλα αποκρούει την κατηγορία της κατασκοπείας, προβάλλοντας την άγνοια της ελληνικής γλώσσας. Λέει ότι ενεργούσε κατά διαταγή του αρχιραββίνου Κόρετς, του οποίου δεν μπορούσε να παρακούσει τις διαταγές, διότι τον περίμενε η φυλακή. Αναφερόμενος στη σύσταση της πολιτοφυλακής, της οποίας υπήρξε αρχηγός, λέει ότι αυτή συστήθηκε για να προστατεύσει τους ασθενείς, τις εγκύους και τα παιδιά. Αρνείται ότι εκβίαζε ομόθρησκους και τους έπαιρνε τα κοσμήματα.

—----—----—----—----—----
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΒΙΤΑΛ ΧΑΣΣΩΝ
—----—----—----—----—----

Ο Βιτάλ Χασσών αρχίζει την απολογία του διά της εξιστορήσεως του ισραηλιτικού ζητήματος από του 1941 και λέει ότι από την εποχή εκείνη τοποθετήθηκε από τους Γερμανούς πρόεδρος της κοινότητας ο Σαμπετάι Σαλτιέλ, με τη ρητή εντολή να παραδώσει εντός τετραμήνου κατάσταση με τα περιουσιακά στοιχεία των Εβραίων. Και με τον τρόπο αυτόν, οι Γερμανοί γνώριζαν τα πάντα και δεν είχαν ανάγκη τις υπηρεσίες του.

Εκθέτει ότι, με διαταγή της Κοινότητας, οι Ισραηλίτες κατέθεσαν τα χρήματά τους στον Κόρετς, τα οποία ξοδεύονταν αφενός για τη διατροφή των έγκλειστων Εβραίων και αφετέρου για τη δωροδοκία των Γερμανών.

Λέει ότι θα αποδείξει, χωρίς να το κατορθώσει τελικώς, ότι εκτελέστηκαν εντός του στρατοπέδου Χιρς 8 Εβραίοι, και όχι τρεις όπως κατατέθηκε, αλλά όχι με δική του υπαιτιότητα.

Ομολογεί ότι διέταζε τον Τυπούζ να χτυπά, αλλά κατόπιν διαταγής των Γερμανών. Ο ίδιος έδωσε μόνο μερικά χαστούκια. Αν δεν χτυπούσα, λέει, θα έπρεπε να τους αναφέρω στους Γερμανούς, που ήταν χειρότερο. Ομολογεί ότι έψαξε στα απόκρυφα μέρη των γυναικών, αλλά αυτό γινόταν κατόπιν διαταγής των Γερμανών.

—----—----—----—----—----
ΟΙ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
—----—----—----—----—----

Στις 7.15 επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση. Ο επίτροπος κ. Ζεγκίνης, στην αγόρευσή του, η οποία υπήρξε μακρά, εξέτασε την ποινική και ηθική υπόσταση των πράξεων των κατηγορουμένων και κατέληξε ζητώντας την τιμωρία των Χασσών, Τυπούζ, Αλμπάλα και Κούνιο κατά το κατηγορητήριο. Για τον Σαχ Μαξ ζήτησε την καταδίκη του με ελαφρυντικά. Για τους υπόλοιπους ζητήθηκε η απαλλαγή.

Μετά τον κ. επίτροπο αγόρευσαν οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής κ. κ. Μηλιώτης και Λαδάς. Έπειτα έλαβαν το λόγο οι συνήγοροι των κατηγορουμένων κ.κ. Τσιτσεκλής, Παπαβασιλείου, Κούμπαρης, Αμπαδογιάννης, Χατζηπροδρόμου, Τζήκας και Παυλίδης.

Adresse

Berlin

Benachrichtigungen

Lassen Sie sich von uns eine E-Mail senden und seien Sie der erste der Neuigkeiten und Aktionen von διάπυρον erfährt. Ihre E-Mail-Adresse wird nicht für andere Zwecke verwendet und Sie können sich jederzeit abmelden.

Service Kontaktieren

Nachricht an διάπυρον senden:

Teilen

Kategorie