25/11/2025
Ο ΚΑΛΑΜΑΤΙΑΝΟΣ ΝΕΩΚΟΡΟΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠΟ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ
Ο Αριστομένης Σακκάς γεννήθηκε στο χωριό Βελανιδιά της Καλαμάτας το 1905 και, λίγο πριν το 1940, παντρεύτηκε και μετακόμισε στην πόλη της Καλαμάτας. Εκεί εργάστηκε ως νεωκόρος και, τον Οκτώβριο του 1943, τρεις μέρες πριν από τα γενέθλιά του, η ζωή τού έκανε το χειρότερο δώρο, καθώς συνελήφθη από τους Γερμανούς μέσα στην εκκλησία και οδηγήθηκε αρχικά στο Χαϊδάρι και έπειτα στο Άουσβιτς.
Εκεί γλίτωσε πολλές φορές την εκτέλεση. Κάποτε, μάλιστα, παραλίγο να πάει κατά λάθος στο Κρεματόριο. Είδε να περνάει μια ομάδα Εβραίων, αυτός δεν κατάλαβε πού τους πάνε, κι αποφάσισε να πάει μαζί τους. Τον έδιωξε, όμως, κακήν κακώς κάποιος Εβραίος, κι έτσι γλίτωσε.
Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι ο Αριστομένης Σακκάς, κατά την επιστροφή του, κινδύνεψε για μία ακόμη φορά να χάσει τη ζωή του, αυτή τη φορά σε ελληνικό έδαφος. Κατά την επιστροφή του στην Καλαμάτα με καράβι από τη Θεσσαλονίκη, κοντά στο ακρωτήριο Ταίναρο, ξέσπασε θαλασσοταραχή και παραλίγο να πνιγεί – τόσο φοβερή ήταν εκείνη η τρικυμία, μάλιστα, που η οικογένειά του τον θεώρησε αρχικά χαμένο.
Ο Αριστομένης Σακκάς διατέλεσε γραμματέας του Συλλόγου Ομήρων Γερμανών του Νομού Μεσσηνίας, εκπρόσωποι του οποίου, όπως φαίνεται στο συνημμένο απόκομμα (εφημερίδα ΘΑΡΡΟΣ, 23 Μαρτίου 1965), επισκέφτηκαν τη Δυτική Γερμανία το 1965, με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης, με σκοπό τη μετακομιδή οστών και τέφρας Ελλήνων ομήρων. Έφυγε από τη ζωή γύρω στο 2000 και φαίνεται ότι στο περιβάλλον του δεν είχε διασωθεί μέχρι σήμερα καμία γραπτή αναφορά στο πρόσωπό του.
Ευχαριστώ τον ευγενέστατο συνονόματο ανιψιό του για τις πληροφορίες που μου παραχώρησε. Ακολουθούν τα δημοσιεύματα των εφημερίδων ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ και ΒΡΑΔΥΝΗ από τον Απρίλιο του 1945.
*****************************************************************
Και ένας Έλληνας, Χριστιανός αυτός, δραπέτης της ναζιστικής λάγκας: Αριστομένης Σακκάς ή «ο αριθμός 181201» για τα φασιστικά κτήνη. Ήρθε μόλις χθες από εκεί…
– Κι όταν έφτασα στα σύνορα, λέει, ενώ τα μάτια του βουρκώνουν, έξω από τη Φλώρινα γονάτισα, έκανα το σταυρό μου κι έσκυψα και φίλησα το χώμα, το χώμα της Πατρίδας μου… Κι όταν μπήκαμε στη Φλώρινα, είδα στρατό ελληνικό, άκουσα να μου μιλάνε ελληνικά, κόσμο να μαζεύεται γύρω μου και να μαλώνουν ποιος θα με περιποιηθεί, μου φάνηκε σαν όνειρο… Δεν πίστευα στα μάτια μου… Αμφέβαλλα αν άκουγαν καλά τα αφτιά μου…
Και μας αφηγείται ύστερα την Οδύσσειά του, γιατί για καθέναν απ’ αυτούς η ζωή του είναι μια πραγματική Οδύσσεια.
Ήταν νεωκόρος σε μια εκκλησία των Καλαμών. Μ’ ένα μικρό κτηματάκι που είχε, κατόρθωνε να τα φέρει βόλτα, να ζει την οικογένειά του. Ξαφνικά, ένα πρωί στις 22 Οκτωβρίου, ενώ τακτοποιούσε την εκκλησία για να είναι καθαρή για του Αγίου Δημητρίου, ακούει βιαστικό ποδοβολητό. Δεν πρόλαβε να γυρίσει να δει τι συνέβαινε και βρέθηκε αντίκρυ στην κάννη του αυτομάτου ενός κτήνους με στολή. Θέλησε να ρωτήσει τι συμβαίνει, αλλά η απάντηση ήταν ένα βαρύγδουπο «ράους». Σε λίγο ήταν κι αυτός ένας από τους δυο χιλιάδες Καλαματιανούς που είχαν συλληφθεί εκείνη την ημέρα και, πριν προλάβει να δει τους δικούς του, είχε φορτωθεί σε ένα τρένο για την Αθήνα.
Στην Κόρινθο κατόρθωσαν να το σκάσουν μερικοί. Οι άλλοι κουβαλήθηκαν στην Αθήνα. Εκεί κοσκινίστηκαν και 130 μεταφέρθηκαν στο ντεπόζιτο των υπό εκτέλεση του Χαϊδαρίου. 170, δε, φορτώθηκαν στο τρένο για να ξεφορτωθούν στο Άουσβιτς.
Η ζωή εκεί κυλούσε μεταξύ λάγκας και ανθρακωρυχείου. Στη λάγκα ξύλο με στυλιάρι από τον πρώτο τυχόντα Γερμανό, στο ανθρακωρυχείο δώδεκα ώρες δουλειά, σε 800 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης και σε μισό μέτρο νερό. Ξυπόλητοι ή με ξυλοπάπουτσα ασήκωτα, μισόγυμνοι, με κάτι κουρέλια μόνο. Κρύο ψόφος επάνω, υγρασία και ασφυξία κάτω. Δεν ξέρει πού να πει κανείς πως ήταν χειρότερα!
Βέβαιο, όμως, είναι πως οι Ισραηλίτες ήταν χειρότερα: είχαν και το κρεματόριουμ γι’ αυτούς. Κι όταν τους δολοφονούσαν με την ασφυξία, ξερίζωναν τα χρυσά δόντια σε όσους είχαν. Όσο για τις γυναίκες, τους έκοβαν τα μαλλιά, τα οποία κουβαλούσαν στη Γερμανία. Αυτό ήταν αποκλειστικό για τους ανθρώπους της φυλής του Ισραήλ. Οι άλλοι, βέβαια, δεν καλοπερνούσαν. Δεν ήταν και τόσο εύκολο πράγμα να κρατήσουν το κεφάλι στους ώμους τους. Αλλά δεν τους έκαιγαν να τους κάνουν λίπασμα ή σαπούνι.
Το μίσος για τους Ισραηλίτες ήταν απεριόριστο. Τόσο που μια μέρα έφεραν κι εκτέλεσαν μια ολόκληρη οικογένεια Λιθουανών επειδή δεν βρήκαν Ισραηλίτες σε κάποια λιθουανική πόλη!
Όμως, χειρότερη από όλους γενικά ήταν η θέση των γυναικών, αδιακρίτως θρησκεύματος. Οι δυστυχισμένες γυναίκες ήταν υποχρεωμένες να δουλεύουν σε έργα έξω, στη βροχή και στο χιόνι, νηστικές και σχεδόν ολόγυμνες. Πολλές ήταν μόνο με μια κομπινεζόν! Βέβαια, δούλεψαν πολύ λίγο. Γιατί γρήγορα, σε πολύ λίγες μέρες, άλλες πέθαναν στα νοσοκομεία στις αρχές και άλλες με μια πιστολιά στο κεφάλι.
Ο θάνατος αυτός, βέβαια, ίσχυε μόνο για τις μη Ισραηλίτισσες. Γιατί γι’ αυτές υπήρχε το κρεματόριουμ.
Και μέσα στα 12 εκατομμύρια ομήρων που η φασιστική κτηνωδία είχε συγκεντρώσει στον παράδεισό της διά της βίας, δεν ήταν λίγα τα εκατομμύρια των γυναικών.
Οι μόνοι που οπωσδήποτε περνούσαν υποφερτότερα ήταν οι Ρώσοι όμηροι. Αυτούς δεν τους έδερναν και δεν τους εκτελούσαν για ψύλλου πήδημα. Και τούτο βέβαια από υπολογισμό. Φοβόντουσαν τη ρωσική θύελλα που θα περάσει πάνω από τον καταραμένο τόπο τους.
– Μια φορά, αφηγείται ο Σακκάς, με έδειραν. Δεν ήταν η μοναδική… Μα αυτή τη φορά θα τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή. Κουβαλούσαμε με έναν άλλον πατάτες. Και το δοχείο δεν ήταν γεμάτο ως επάνω. Το είδε ο φύλακας και μας διέταξε να το αφήσουμε καταγής. Μόλις το αφήσαμε, μας αρχίζει στις βουρδουλιές και τις κλοτσιές. Κι επάνω σ’ αυτό φτάνει κι ένας στρατιώτης με ένα στυλιάρι στα χέρια. Πώς δεν με άφησε στον τόπο, ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω. Με έριξε κάτω και άρχισε να με χτυπά μ’ αυτό σε όλο μου το κορμί. Δάγκωνα το χώμα από τους πόνους και μούγκριζα. Ύστερα, πια, δεν ξέρω τι έγινε. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν σε ένα νοσοκομείο. Όλο μου το κορμί πονούσε. Ένας Πολωνοεβραίος γιατρός με περιποιόταν. Είχε κάνει και στην Ελλάδα δυο χρόνια και ήξερε ελληνικά. Με περιποιήθηκε πολύ. Αυτός μου έδωσε λίγο κουράγιο.
Μπροστά σ’ αυτά τα μαρτύρια, τον Δεκέμβριο του 1944 έγινε μια δυναμιτιστική απόπειρα. Διακόσιοι Ελληνοεβραίοι κατόρθωσαν και αγόρασαν 17 οπλοπολυβόλα από Γερμανούς αντιχιτλερικούς, πληρώνοντάς τα όσο-όσο. Επίσης πήραν κι αρκετή δυναμίτιδα. Σκοπός τους ήταν να ανατινάξουν τα 4 κρεματόρια που υπήρχαν στο Άουσβιτς.
Εγχείρημα παράτολμο. Με τα μέτρα που είχαν ληφθεί, ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Η απελπισία όμως είχε θολώσει τα μάτια των δυστυχισμένων αυτών ανθρώπων. Και η απόπειρα έγινε. Το πρώτο κρεματόριουμ ανατινάχθηκε στον αέρα. Έμεναν όμως άλλα τρία. Κι αυτά σώθηκαν για να πιστοποιούν τη συνωνυμία της Γερμανίας με το έγκλημα. Γιατί, μόλις έγινε η πρώτη ανατίναξη και οι κατάπληκτοι από αυτή Γερμανοί συνήλθαν, έστειλαν αμέσως ενισχύσεις. Πάνω από χίλιοι Γερμανοί με πολυβόλα, όλμους κτλ. έπεσαν πάνω στους διακόσιους Ελληνοεβραίους. Έγινε μάχη αρκετή ώρα, στην οποία σκοτώθηκαν 170 από αυτά τα κτήνη. Πόσο όμως μπορούσαν να κρατήσουν μόνο 17 οπλοπολυβόλα; Στο τέλος υπέκυψαν. Και καθώς ήταν κυκλωμένοι και άοπλοι, εκτελέστηκαν όλοι με μια ριπή στο κεφάλι του καθενός.
Ύστερα, για κάμποσες μέρες, τα τρία κρεματόρια που έμειναν δούλεψαν εντατικά. Η κάθε σάλλα από αυτά έπαιρνε 2.500-3.000 ανθρώπους. Καταλαβαίνετε καλά τι δράμα εκτυλίχθηκε εκεί κοντά στις πηγές του Βιστούλα. 30-40μ. είναι ψηλές οι καμινάδες από τα κρεματόρια. Κι οι φλόγες έβγαιναν έως 10 μέτρα ακόμη πάνω από αυτές. Εδώ ταιριάζει το ρητό: «Φωνή ηκούσθη εν Ραμά, η Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα αυτής.» Θρήνος και κοπετός ανάμεσα στους Ισραηλίτες που κρατούνταν στις διάφορες λάγκες.
Και η τρομοκρατία αυτή τώρα τελευταία, με τη ρωσική προέλαση, είχε ενταθεί. Σκότωναν αδιακρίτως για το τίποτε. Από σπορ, από κέφι…
Το πώς σώθηκε ο άνθρωπος αυτός είναι άλλο πράγμα, ένα αληθινό θαύμα.
Στη λάγκα του Άουσβιτς ήταν 8.000 κρατούμενοι. Στις 18 Ιανουαρίου δόθηκε η διαταγή να φύγουν αμέσως. Συγκέντρωσαν τις 7.000 – τους άλλους 1.000, άγνωστο. 100 χιλιόμετρα στα χιόνια και τις λάσπες, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό. Κι αν κανείς τολμούσε να σκύψει να πάρει λίγο χιόνι για να βρέξει τη γλώσσα του, του ερχόταν μια πιστολιά από πίσω κι έμενε στον τόπο. Αν πάλι κανείς δεν μπορούσε να βαδίσει, είχε την ίδια τύχη.
Μετά από την πορεία αυτής, τους έβαλαν όλους σε ένα τρένο με 40 βαγόνια! Έκλεισαν τις πόρτες και προχώρησαν άλλα 100 χιλιόμετρα. Εκεί άνοιξαν τις πόρτες και τους διέταξαν να κατεβούν. Εκεί όμως, τους μισούς τους περίμενε ο θάνατος. Στο αριστερό μέρος της γραμμής είχαν τοποθετηθεί πολυβόλα. Κι όσοι κατέβαιναν από εκεί δέχθηκαν τις ριπές τους. Οι άλλοι, που κατέβηκαν από το δεξιό, γλίτωσαν. Κι άρχισε νέα πορεία, η πορεία του θανάτου.
Έφτασαν στο Ρίμπνικ. Δεξιά του δρόμου, δάσος απέραντο. Αριστερά, κάμπος. Αλλά, δεξιά και αριστερά, πολυβόλα στημένα. Στις 7 το βράδυ, στις 22 Ιανουαρίου, δόθηκε το πρόσταγμα. «Αλτ». Και η φάλαγγα των κολασμένων σταμάτησε για να αρχίσουν τα πολυβόλα, μέσα στο σύθαμπο, να τη γαζώνουν. Τα κορμιά έπεφταν σαν τα στάχυα στο δρεπάνι του θεριστή. Ο βόγγος κι ο γόος των πληγωμένων. Ξέσχιζε την ατμόσφαιρα.
– Δεν ξέρω τι εγκληματίες είναι αυτοί! λέει ο δυστυχισμένος Σακκάς.
Δεν είναι απλώς εγκληματίες! Είναι κάτι πολύ χειρότερο: είναι φασίστες! Κάτι πολύ χειρότερο κι από τις ύαινες της Κολάσεως που είδε ο Δάντης.
Και το μακελειό αυτό συνεχίστηκε αρκετή ώρα. Πολλοί όμως, μπροστά στον βέβαιο θάνατο, προτίμησαν το αβέβαιο μιας σωτηρίας διά της φυγής. Το έβαλαν στα πόδια. Μαζί τους και ο Σακκάς. Αρκετοί κατόρθωσαν να φτάσουν στο δάσος, όπου έμειναν δυο μερόνυχτα νηστικοί. Μαζί του ήταν ένας Εβραίος και ένας Τσεχοσλοβάκος. Γυρίζοντας έτσι στα τυφλά, βρήκαν μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη με πατάτες και κάρβουνα. Εκεί ήταν κι άλλοι. Έμειναν εκεί μερικές μέρες τρώγοντας πατάτες βραστές.
Το κανόνι όμως ακουγόταν διαρκώς και πλησιέστερα. Ο ρωσικός στρατός όλο και πλησίαζε. Κι ένα πρωί, πηγαίνοντας να βγουν από την αποθήκη, βρέθηκαν αντιμέτωποι με δύο Ρώσους στρατιώτες. Ο Τσεχοσλοβάκος τούς έκανε το διερμηνέα. Τους είπε την ιστορία τους. Κι εκείνοι τους έστειλαν στο Κλάιβιτς, όπου η ζέστη από τις πυρκαγιές του βομβαρδισμού θέρμαινε την ατμόσφαιρα 10 χιλιόμετρα μακριά. Τίποτα δεν ήταν όρθιο εκεί μέσα. Είχε περάσει η χιτλερική θεομανία. Ύστερα τους πήγαν στην Κατοβίτσα. Το ίδιο κι εκεί ρημαδιό. Η Πολωνία, λέει, ούτε σε εκατό χρόνια δεν ξαναγίνεται. Τους περιποιήθηκαν πολύ. Τους έδωσαν τρόφιμα και ρούχα ζεστά, και σπίτι να μείνουν. Μετά από δέκα μέρες έφυγαν, για να φτάσουν εδώ μέσω Ρουμανίας και Σερβίας προχτές και να γίνουν οι ζωντανοί κήρυκες της φασιστικής θηριωδίας.
Μα δεν είναι μόνο αυτοί, με τους χαραγμένους στο δέρμα αριθμούς, οι κήρυκές τους. Είναι και μια κινηματογραφική ταινία. Οι Εβραίοι κρατούμενοι συγκέντρωσαν τα χρυσαφικά τους –70 οκάδες δαχτυλίδια, ρολόγια κι άλλα τιμαλφή– με τα οποία εξαγόρασαν τους φρουρούς τους (είναι οι ήρωες, οι θρυλικοί αυτοί του Γ΄ Ράιχ) και γύρισαν μια ταινία από το κρεματόριο. Η ταινία αυτή διασώθηκε και παραδόθηκε στον ρωσικό στρατό. Και η ταινία αυτή βοά γιατί πρέπει να λείψει, να περάσει θερμοκαυτήρας, πάνω από το φασιστικό εξέλκωμα της Ευρώπης.
Α. Μπουντούρης
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ στις 10 Απριλίου του 1945. Διατηρήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας όσον αφορά τα τοπωνύμια.)
—---—---—---—---—---—---—---—---—---—---
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Απρίλιος (Ιδ. υπηρ.) – Έφτασε, απελευθερωμένος από τον προελαύνοντα ρωσικό στρατό, μαζί με άλλους, ο εκ Καλαμών Έλληνας Αριστομένης Σακκάς, που φέρει ως όμηρος τον αριθμό 181201. Είχε συλληφθεί στην Καλαμάτα, όπου υπηρετούσε ως νεωκόρος, και μαζί με άλλους 170 οδηγήθηκε στο Άουσβιτς. Αφηγείται φρικώδη βασανιστήρια τα οποία υπέστησαν εκεί οι όμηροι, μεταξύ των οποίων ήταν Εβραίοι, Έλληνες και Λιθουανοί. Δούλευαν σε ένα ανθρακωρυχείο, 800 μέτρα κάτω από τη γη, και ξυλοκοπούνταν πολλές φορές μέσα στη μέρα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, λέει, δεν έλειπαν τα σαμποτάζ.
Τον Δεκέμβριο του 1944, αφηγείται, διακόσιοι Έλληνες Εβραίοι κατόρθωσαν κι αγόρασαν 17 οπλοπολυβόλα από αντιχιτλερικούς Γερμανούς, έως και δυναμίτιδα, για να ανατινάξουν 4 κρεματόρια στα οποία έκαιγαν τους Εβραίους. Το πρώτο κρεματόριο ανατινάχθηκε. Τα άλλα τρία σώθηκαν από τους Γερμανούς έπειτα από μάχη με τους Ελληνοεβραίους, οι οποίοι, πριν σκοτωθούν, κατόρθωσαν με τα 17 οπλοπολυβόλα να σκοτώσουν 170 Γερμανούς. Έπειτα από αυτό, δούλευαν για μέρες στα κρεματόρια, καθένα από τα οποία έπαιρνε 2.500-3.000 πτώματα. Κι έπειτα αφηγείται την Οδύσσειά του.
Στη Λάγκα του Άουσβιτς, λέει, ήμασταν 8.000 κρατούμενοι. Στις 18 Ιανουαρίου μάζεψαν 7.000 και μας έβαλαν σε πορεία μέσα στα χιόνια, χωρίς νερό και ψωμί. Βαδίσαμε περίπου 100 χιλιόμετρα και έπειτα μας έβαλαν σε 40 βαγόνια. Έπειτα από 100 χιλιόμετρα, η αμαξοστοιχία σταμάτησε, άνοιξαν τις πόρτες και μας διέταξαν να κατεβούμε. Όσοι κατέβαιναν από το αριστερό μέρος, αντίκριζαν τα πολυβόλα και θερίζονταν. Από εκεί μας μετέφεραν στο δάσος του Ρίμπνικ, όπου φτάσαμε στις 7 το βράδυ στις 22 Ιανουαρίου. Μόλις σταματήσαμε, έριξαν πάνω στη μάζα ριπές πολυβόλων. Πολλοί σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι προσπάθησαν να σωθούν δια της φυγής, επωφελούμενοι του σκότους. Μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ, ο οποίος μαζί με έναν Εβραίο και έναν Τσεχοσλοβάκο κρυφτήκαμε σε μια παταταποθήκη. Μείναμε εκεί μερικές μέρες τρώγοντας ωμές πατάτες. Κι ένα πρωί, βγαίνοντας από την αποθήκη για νερό, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με δύο Ρώσους στρατιώτες. Μας περιποιήθηκαν και μας έστειλαν στο Κλάιβιτς, όπου μας έδωσαν ρούχα και παπούτσια. Από εκεί μ’ έστειλαν στην Ελλάδα μέσω Ρουμανίας και Σερβίας.
Ο κ. Σακκάς προσθέτει ότι οι Γερμανοί έχουν καταστρέψει τελείως την Πολωνία, σε βαθμό που είναι αδύνατη η ανοικοδόμησή της.
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΒΡΑΔΥΝΗ στις 16 Απριλίου του 1945. Διατηρήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας όσον αφορά τα τοπωνύμια.)