13/10/2025
Γιατί η Κούβα, μια χώρα που λάτρεψε τον αθλητισμό ως επαναστατική πράξη, παραμένει ανύπαρκτη στο ποδόσφαιρο; Παρότι το 1938 έγινε η πρώτη χώρα της Κεντρικής Αμερικής που έπαιξε σε Μουντιάλ, μετά βυθίστηκε στη σιωπή. Οι λόγοι δεν είναι μόνο αγωνιστικοί — είναι πολιτισμικοί. Η Κούβα δεν αγάπησε ποτέ το ποδόσφαιρο. Το επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, που έγραφε στη μητέρα του από την Αβάνα: «Κανείς δεν παίζει ράγκμπι ή ποδόσφαιρο εδώ· και σιχαίνομαι το μπέιζμπολ».
Αν και Υπουργός Βιομηχανίας, ο Τσε παρέμενε κατά βάθος Αργεντίνος. Από μικρός λάτρευε το ποδόσφαιρο, γνώριζε τις συνθέσεις των ομάδων απ’ έξω και υποστήριζε με φανατισμό τη Ροσάριο Σεντράλ, κόντρα στο ρεύμα των φίλων του που αγαπούσαν τις μεγάλες ομάδες του Μπουένος Άιρες. Η πίστη του στην ομάδα του ήταν σχεδόν ιδεολογική – «θα είμαι Σεντράλ μέχρι να πεθάνω», έλεγε, επηρεασμένος από ήρωες της εποχής όπως ο θρυλικός «Τορίτο» Αγκίρε.
Ο νεαρός Ερνέστο, αν και ασθματικός, ήταν αθλητικός. Έπαιζε ράγκμπι, τένις, γκολφ, σκάκι και φυσικά ποδόσφαιρο. Συνήθως τερματοφύλακας – θέση που του επέτρεπε να ελέγχει το παιχνίδι και τους συμπαίκτες του. Κρατούσε πάντα δίπλα του τη συσκευή εισπνοών του, λέγοντας πως «τη χρησιμοποιώ για να μην βρίσω τους αμυντικούς που με κρέμασαν». Ήταν μαχητικός, φωνακλάς, παθιασμένος.
Το πάθος αυτό τον ακολούθησε στο θρυλικό του ταξίδι στη Νότια Αμερική με τον Αλμπέρτο Γρανάδο. Σε κάθε χωριό, στις όχθες του Αμαζονίου ή σε λεπροκομεία, οι δυο φίλοι έπαιζαν ποδόσφαιρο με τους ντόπιους. Στο Σαν Πάμπλο, στο ματς «Υγιείς-Άρρωστοι», ο Γκεβάρα στάθηκε τερματοφύλακας των λεπρών – μια πράξη που συμβόλιζε απόλυτα την κοινωνική του ταυτότητα: πάντα με τους αδύναμους.
Σε μια στάση στην κολομβιανή Αμαζονία, οι δυο ταξιδιώτες ανέλαβαν την ομάδα Ιντεπεντιέντε ως παίκτες-προπονητές. Ο Τσε απέκρουσε ένα πέναλτι «που έμεινε στα χρονικά της ομάδας». Αργότερα, στην Μπογκοτά, παρακολούθησαν τον αγώνα Μιγιονάριος–Ρεάλ Μαδρίτης. Εκεί συνάντησαν τον Αλφρέδο Ντι Στέφανο, με τον οποίο συζήτησαν «για μπάλα και για την Κόρδοβα», πριν ο καθένας τους ακολουθήσει το δικό του μυθικό μονοπάτι.
Χρόνια μετά, ως ισχυρός υπουργός της Κούβας, ο Τσε δεν εγκατέλειψε την αγάπη του για το παιχνίδι. Το 1963, σε ένα αυτοσχέδιο «πικάδο» στο Σαντιάγο της Κούβας με τον φίλο του Γρανάδο, έπεσε με αυτοθυσία στα πόδια ενός αντιπάλου, αποσπώντας τον θαυμασμό όλων. Εκεί τραβήχτηκε και μια από τις δύο γνωστές ποδοσφαιρικές του φωτογραφίες.
Την ίδια χρονιά, παρακολούθησε φιλικό της βραζιλιάνικης Μαντουρέιρα στην Αβάνα. Στην εικόνα μένει χαραγμένος χαμογελαστός, με τη στολή του επαναστάτη, να χαιρετά έναν προς έναν τους ποδοσφαιριστές.
Οι σημερινοί ποδοσφαιριστές, που φέρουν το πρόσωπό του ως τατουάζ, ίσως δεν γνωρίζουν όλα αυτά. Ίσως δεν ξέρουν πως ο Τσε δεν υπήρξε μόνο σύμβολο επανάστασης, αλλά και ένας άνθρωπος που πίστευε ότι το ποδόσφαιρο είναι μορφή ζωής, πάθους και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο ίδιος το έπαιξε, το έζησε, το αγάπησε — πριν γίνει θρύλος.