25/07/2025
Η βεράντα
Με κόπο και πολύ οικονομία έφτιαξαν το σπίτι τους μπροστά στη θάλασσα.
Η μικρή βεράντα στον τέταρτο όροφο, με τα πολύχρωμα λουλούδια και τις αέρινες κουρτίνες, ήταν το καταφύγιό τους.
Κάθε πρωί εκείνος της έφτιαχνε ελληνικό καφέ κι εκείνη του έλεγε με χαμόγελο πως πουθενά δεν είχε πιει τόσο νόστιμο καφεδάκι.
Κι όσο του χαμογελούσε, τόσο εκείνος ευχαριστούσε τον Θεό και τον ευγνωμονούσε που την έφερε στη ζωή του.
Δεκαοχτώ χρονών την είδε για πρώτη φορά.
Κι από τότε δεν κοίταξε άλλη γυναίκα.
Ήτανε στο διπλανό στρατόπεδο φαντάρος και είχε βγει έξοδο για λίγες ώρες λόγω της γιορτής του.
Κάθισε σε ένα παγκάκι, έτρωγε τυρόπιτα και κοιτούσε τους περαστικούς, ζηλεύοντας την ελευθερία και την ανεμελιά τους.
Ένα γάργαρο γέλιο τον έκανε να γυρίσει για να δει το ομορφότερο πλάσμα που είχε δει ποτέ.
Εκείνην...
Με τα μαύρα μαλλιά και τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα, από την ζέστη και το καυτό αεράκι του Αυγούστου.
Του έπεσε η τυρόπιτα από τα χέρια και προτού προλάβει να αντιδράσει το κορίτσι είχε φύγει, είχε χαθεί μαζί με το πλήθος που γιόρταζε τον Δεκαπενταύγουστο.
Τρεις φορές βγήκε με άδεια όλες κι όλες. Και πήγε και τις τρεις στο ίδιο μέρος με την ελπίδα να την ξαναδεί.
Μα εκείνη δεν φάνηκε, αφήνοντας τον με την απορία αν υπήρξε στην πραγματικότητα ή αν ήταν αποκύημα της φαντασίας του.
Την ημέρα που πήρε το απολυτήριο του στρατού, πήγε για τελευταία φορά κι όταν εκείνη δεν φάνηκε, το πήρε απόφαση και μπήκε στο λεωφορείο που θα τον έπαιρνε μακριά.
Κάθισε σε μια θέση και περίμενε. Ήταν τόση η κούραση του που, αποκοιμήθηκε αμέσως.
"Ε, ψιτ νεαρέ, φτάσαμε. Εδώ θα την βγάλεις;" άκουσε μες στον ύπνο του κι ένα γνώριμο γέλιο τον έκανε να ανοίξει μεμιάς τα μάτια του.
Το θέαμα ήταν πολύ αστείο, με εκείνον να την κοιτάζει γουρλωμένος και να προσπαθεί να καταλάβει αν ονειρεύεται, αν ζει ή αν πέθανε και πήγε στον παράδεισο.
Κάτι μουρμούρισε που έμοιαζε με άναρθρη κραυγή.
Κι εκείνη γέλασε κάνοντας τον να χάσει κάθε ίχνος λογικής.
"Είμαι ο Πα- Παναγιώτης και μια μέρα... θα σε παντρευτώ" της είπε, κάνοντας την να γελάσει ξανά, με την καρδιά της.
"Είμαι η Χαρά και θα δεχτώ, φτάνει να μου φτιάχνεις κάθε μέρα ελληνικό καφέ στην πιο όμορφη βεράντα του κόσμου" είπε και σηκώθηκε να φύγει.
Αυτή τη φορά δεν θα την έχανε. Έτσι έτρεξε πίσω της φωνάζοντας "Στο υπόσχομαι".
Και κράτησε τον λόγο του.
Γιατί αυτό το σπάνιας ομορφιάς και καλοσύνης κορίτσι, έγινε η γυναίκα του κι έφτιαξαν μαζί μια οικογένεια γεμάτη από αγάπη και σεβασμό.
Και ο Παναγιώτης -αν και φτωχός άνθρωπος- δούλεψε σκληρά για να χτίσουν ένα σπίτι στη θάλασσα με μια βεράντα που όμοια της, δεν υπήρχε.
Τα χρόνια πέρασαν χωρίς να καταφέρουν να κάνουν παιδιά. Μα ήταν τόση η αγάπη τους ενός για τον άλλο που τους αρκούσε.
Εκείνος κάθε πρωί έστελνε το κορίτσι του στη βεράντα, στην πιο όμορφη βεράντα του κόσμου και της πρόσφερε καφέ, όπως κάθε μέρα της κοινής τους ζωής μαζί.
Εκείνη την Αυγουστιάτικη μέρα που η ζέστη ήταν ανυπόφορη, η Χαρά βγήκε έξω κι άρχισε να ποτίζει τις πολύχρωμες ορτανσίες.
Ο Παναγιώτης έψηνε τον καφέ και τραγουδούσε ένα τραγούδι του Παπάζογλου, το οποίο του θύμιζε την πρώτη φορά που την είδε πριν από πολλά χρόνια.
"Έτοιμο και το καφεδάκι σου, κορίτσι μου όμορφο" της είπε καθώς έβγαινε έξω.
Η Χαρά, η μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του, αντί να τον περιμένει με χαμόγελο όπως κάθε φορά, ήταν πεσμένη κάτω, δίπλα από τα λουλούδια.
Οι στιγμές που ακολούθησαν διαγράφτηκαν από τη μνήμη του. Δεν υπήρξαν ποτέ.
Ούτε που κατάλαβε πώς κάλεσε ασθενοφόρο, πώς βρέθηκαν στο νοσοκομείο, πώς περίμενε με αγωνία έξω από την αίθουσα των επειγόντων.
Γύρισε πίσω μόνος του.
Χωρίς εκείνην.
Για πρώτη φορά...
Οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, είπε ο γιατρός.
Και η Χαρά του έφυγε για πάντα, ένα Αυγουστιάτικο πρωινό.
Σαν έφτασε στο σπίτι, βγήκε ευθύς στη βεράντα τους. Τα δύο φλυτζανάκια ελληνικού καφέ ήταν ακόμα πάνω στον δίσκο και δίπλα τους ένα τριαντάφυλλο που είχε κόψει.
Σαν σήμερα, την είχε δει να περνάει από το παγκάκι που καθόταν και να του κλέβει την καρδιά με το γάργαρο γέλιο της και τα μαύρα μαλλιά της.
"Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά..." άρχισε να τραγουδάει.
Και χωρίς να το σκεφτεί, ανέβηκε στη βεράντα, αφέθηκε στο κενό και ξεκίνησε για το μακρινό ταξίδι που θα τον οδηγούσε και πάλι στο όμορφο κορίτσι του.
Και αυτή την φορά δεν θα την έχανε...
Ποτέ ξανά...