22/10/2025
Ο Διονύσης Σαββόπουλος και «του 60 οι εκδρομείς»
Ο Σαββόπουλος εμφανίστηκε στο ελληνικό μουσικό και πολιτισμικό προσκήνιο στην περίοδο του ’63-64. Όταν άρχιζε η γοργή μετεξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού όπως και η πολιτική κρίση πού τη συνόδεψε (πτώση της Δεξιάς, άνοδος του Κέντρου, παλατιανό πραξικόπημα, «αποστάτες», δικτατορία).
Τα πρώτα του τραγούδια ήταν κιόλας μια τομή. Τόσο από την άποψη των στίχων, όσο και της μουσικής είναι κιόλας σύγχρονα. Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Το Βιετνάμ, Ο ήλιος, Η αμνηστία του ’64, η σωματική ανάγκη. Για την πορεία ειρήνης, αλλά και τα υπόλοιπα τραγούδια, Συννεφούλα, Μια θάλασσα μικρή, Η Ζωζώ κλπ. Όχι μόνο σαν θεματολογία, αλλά και για κάτι άλλο πιο ουσιαστικό. Κάτι πού σφραγίζει όλο το έργο του:
Η σχέση υποκειμενικού και αντικειμενικού, ή ανάδυση του υποκειμένου μέσα από το αντικειμενικό και η ταυτόχρονη αντανάκλαση του αντικειμενικού μέσα στο μυαλό και τη ζωή των ανθρώπων. Η παλιά φιλοσοφία, η παλιά Αριστερά είχαν μια μηχανιστική λογική διαχωρίζοντας αντικειμενικό και υποκειμενικό μ’ ένα σινικό τείχος. Από την μια το κίνημα, από την άλλη το άτομο, από την μια η δημοσία ζωή από την άλλη η ιδιωτική. Από την μια η πολιτική, από την άλλη η οικογένεια και το επάγγελμα. Το καινούργιο κίνημα θέλει να βάλει και την ατομική ζωή μέσα στην πολιτική, την πολιτική μέσα στην ατομική ζωή απορρίπτοντας το διαχωρισμό ανάμεσα σε Ιστορία (με μεγάλο Ι) και προσωπική ιστορία. Την ιστορία την κάνουν οι άνθρωποι, και η αντικειμενική πραγματικότητα αντανακλάται ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΑ στο μυαλό τους. Έτσι ο άνθρωπος ξαναγίνεται υποκείμενο της ιστορίας.
Έτσι για την «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» δεν υπάρχει ο τυπικός χωρισμός ανάμεσα στο άτομο, τη συγκέντρωση, και τα συναισθήματα πού γεννούνται.
«Η πλατεία ήταν γεμάτη
και συ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου
κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή
Η πλατεία ήτανε άδεια
και τρελός απ’ τα σημάδια
σα σκυλί
με συνθήματα σχισμένα
σ ‘ έναν ερωτά για σένα
έχω χυθεί
στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω στους διαδρόμους
και τους δρόμους
και ζήτω πληροφορίες
και υλικό
να φωτίσω τις αίτιες
πού μ’ αφήνουνε μισό».
Το προσωπικό και το συλλογικό συμπλέκονται, ο αγώνας και η υπέρβαση του ακρωτηριασμού πού προκαλεί ένας παγιωμένος εξωτερικός κόσμος γίνονται ένα, μια ενιαία διαδικασία.
Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων
«σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί»
Σε μια χώρα, «μαύρη θάλασσα, κλειστή πίσω από τις συμπληγάδες» σε μια εποχή πού ακόμα κυριαρχείται από μια άθλια πραγματικότητα, «παράγκα» ή «δρόμοι ανθρωπάκια και γραφεία/πολυκατοικίες και κουρσάκια ιδιωτικά», πού κυριαρχείται από μια ιδεολογία – «πτώμα πού μιλάει μέσα από το δικό σου στόμα», τα πράγματα δεν είναι εύκολα για κείνον πού θέλει να σπάσει το περίβλημα, πού θέλει να ξεφύγει από τους «βάλτους». Αυτουνού «οι πόθοι» ακολουθάνε «υπόγεια διαδρομή». Είναι μόνος σε μεγάλο βαθμό, είναι υποχρεωμένος να υπομένει τη «μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων», στην προσμονή και την προσπάθεια να σπάσουν τα «δεσμά», κάποτε. Ο Σαββόπουλος ξέρει πώς:
«Τα καλύτερα παιδιά
κουράστηκαν
και γύρισαν στο σπίτι
το ξημέρωμα αργεί
και δεν βρίσκεται
παρέα για ξενύχτι».
Και αυτή ή μοναξιά φτάνει στα όρια του τραγικού και του κλασσικού συνάμα με την «Δημοσθένους Λέξη».
«όταν θα βγω απ’ τη φυλακή
κανείς δεν θα με περιμένει
οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί
κι η πολιτεία μου πιο ξένη
τα καφενεία όλα κλειστά
κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι
Χωρίς βουλή χωρίς θεό».
Μέσα στο κλίμα της δικτατορίας, εκεί πού αποκαλύφτηκε περισσότερο από ποτέ άλλοτε η ψευτιά και η κενότητα μιας κοινωνίας, σ’ όλες της τις πλευρές, πού αυτοί που αντιστέκονταν ήταν λίγοι και μόνοι, ενάντια σ’ ένα κόσμο ολόκληρο, ο Σαββόπουλος, όπως και όλοι μας στάθηκε «μπρος στα ερείπια της Ολύνθου». Είναι στιγμές πού ο:
«δικός σου πόνος
στο κατώφλι μόνος
σα σκυλί».
«κανένα πλάσμα του θεού δε ζει σε τέτοιο βάθος
οπού σ’ αγάπησα πολύ κι απόμεινα μονάχος».
Και φτάνει καμιά στιγμή και στην υπέρτατη μόνωση του ποιητή.
«δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό».
Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες οι παλιές αγάπες
όμορφη στιγμή να το ξαναπώ
όμορφη να σας μιλήσω
βλέπω πυρκαγιές
πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς».
Πρέπει ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας, ποιους θ’ αφήσεις. Γιατί βλέπεις μπροστά τις πυρκαγιές. Όμως κι εδώ γίνεται ή τελευταία διαλεκτική αναστροφή. Ο Σαββόπουλος συνεχίζει
«κι είμαι μαζί σας
όταν ο κόσμος μας θα καίγεται
όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται
εγώ θα είμαι ‘κει να σας θυμίσω
τις μέρες τις παλιές».
Όμως ο Σαββόπουλος έχει συνείδηση ταυτόχρονα και του ρόλου του, του ρόλου του σαν πρωτοπόρου, πού παρ’ όλο πού οι «φίλοι» του τον καλούν:
«άσε τα θαύματα τη μάσκα πέταξε
εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε» αυτός
«μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι
στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι
και το τραγούδι λέει πώς παίρνω την ευθύνη
πώς είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι».
Ο Σαββόπουλος «παίρνει» την ευθύνη. Αρνείται τα ναρκωτικά, είτε είναι το «κόμμα», είτε ο «έρωτας» και το ζευγάρι, είτε η μουμιοποιημένη παράδοση.
Το «κόμμα» και η τομή της μεταπολίτευσης
Η πορεία του Σαββόπουλου είναι δεμένη με την πορεία της Αριστεράς και θα φθάσει στην υπέρβασή της μόνο μετά τη δεκαετία του 1980.
Στον «Πολιτευτάκια», στον «Αριστοφάνη που γύρισε από τα θυμαράκια», στη «Ρεζέρβα», η αιχμή της κριτικής του στρέφεται στην ίδια την Αριστερά. Ο Σαββόπουλος γίνεται ανοιχτά: «εξτρεμιστής».
«θυμάσαι πού βαλάντωνες εκεί στην εξορία
και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία
τώρα κοκορεύεσαι απάνω στον εξώστη
και μιλάς στο πόπολο σαν το ναυαγοσώστη
στη φοιτητριούλα πού σ’ έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή
εκείνο πού υψώνεται και σε εκμηδενίζει
είναι της καρδούλας μου το φως πού ξεχειλίζει
κι ό,τι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία
είναι πού χρειάζεται κι ή γραφειοκρατία
σ ‘ ό,τι τραγουδούσα έστηνες αυτί
τώρα προβοκάτορα με λες και εμπρηστή
ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου
είναι ή αφεντιά σου πού αντιγράφει τη φωνή μου…
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα».
Ο Σαββόπουλος σπάει τους δεσμούς, όσους έχουν απομείνει, με την παλιά Αριστερά, διακρίνει την έκπτωση και όμως ταυτόχρονα καταλαβαίνει γιατί επιβιώνουν, «είναι πού χρειάζεται κι ή γραφειοκρατία», και παίρνει τη θέση του «προβοκάτορα και εμπρηστή». Ο Σαββόπουλος συλλαμβάνει τη διπλή φύση όχι μόνο του «πολιτευτάκια» αλλά της πολιτικής γενικότερα. Την υψώνει και την εκμηδενίζει ταυτόχρονα ή ανάγκη της αλλαγής. Σε ένα τραγούδι της «ρεζέρβας» μιλάει πια για τις εκλογές του ’77, την μυσταγωγία του προοδευτικού»
«Το κουβούκλιο κάνει μπάμ και μέσα απ’ την αιθάλη
ανέβηκε ένας κουρνιαχτός που’ χε διπλό κεφάλι
το ένα ήταν Θεσσαλός, στο σχήμα του Φλωράκη
το παραδίπλα Άνδρεϊκος, με γεια και το μπλουζάκι
Τον λόγο τους αντανακλά σαν κάτοπτρο το πλήθος κι όπως άλλαζα βρακί
μου βγήκε αυτός ο στίχος
Μπορεί κανίβαλος ποτέ να εκπροσωπήσει τάχα
όλους τους φίλους τους παλιούς, πού έχει στη στομάχα;»
Ο Σαββόπουλος δεν κρατάει πια καμιά γέφυρα. Είναι κι αυτός ένα από τα «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα». Στους «βάλτους των εκλογών» δεν έχει πια καμιά θέση και τα «όνειρα του» τα κρύβει «γιατί μπορεί και οι φροϋδιστές να ’ρθούν στην εξουσία»..
Η «παράδοση»
Ο Σαββόπουλος δεν αντιμετωπίζει την παράδοση σα ναρκωτικό, όπως θα κάνουν αρκετοί ομότεχνοί του – αντίθετα ακολουθεί μια γραμμή ρήξης και ταυτόχρονα διατήρησης, εκσυγχρονισμού της παράδοσης. Η θέση του είναι η ρήξη με την παράδοση, ως μούμια αυτό «το πτώμα πού μιλάει μέσα από το δικό μου στόμα» και ταυτόχρονα συγχώνευση του πραγματικού διαχρονικού πολιτισμού μας στο σήμερα. Αυτή η θέση του Σαββόπουλου, πού εκφράζεται και μέσα από την μουσική του, τον κάνει ταυτόχρονα ελληνικό και παγκόσμιο, δηλαδή παγκόσμιο γιατί είναι ελληνικός, όπως και το αντίστροφο.
Ο Σαββόπουλος δεν είναι κοσμοπολίτης, πάει να πει δεν κινείται στον αέρα. Κινείται στα Βαλκάνια, την Ελλάδα. Όμως είναι παγκόσμιος γιατί μιλάει για τα προβλήματα της κοινωνίας του σήμερα. Έτσι δεν είναι μίμηση του ξένου, ούτε ταυτόχρονα νεκροφιλία της παράδοσης. Δεν είναι σωβινιστής, και γι’ αυτό βαθιά εθνικός. Έτσι αρνείται τη σχέση του επαρχιώτη με το ξένο, το οθνείο, πού από την μια το έχει σα θεό του, αλλά ταυτόχρονα κρατάει και τη φουστανέλα του. Το τραγούδι του Σαββόπουλου ανταγωνίζεται ίσοις όροις –ή όπως πιστεύω ξεπερνάει το ξένο–, αλλά ταυτόχρονα κατάγεται από εμάς από αυτό τον τόπο
«σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά
βάλε στα όργανα φωτιά
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα
Η τρομερή μας ή λαλιά».
Ο Νιόνιος είναι ένας «προβοκάτορας», ένας «εμπρηστής». Μέσα στο γενικό κλίμα, της απάτης, των κανιβάλων, «υπνοβατώντας σ’ ένα κράτος πού θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά, διαφυγή καμιά» (από την μπαλάντα για τον Κοεμτζή), διαισθάνεται, κατανοεί πως χωρίς το ρόλο της φαντασίας, χωρίς εξέγερση, ή πολιτική πού την θεωρεί αναγκαία είναι «στείρα και βουβή».
Ο Σαββόπουλος είναι ο τραγουδιστής της εξέγερσης, και της φαντασίας; Σίγουρα.
«στό ‘ πα και το ’66 ίνα βράδυ βροχερό
θα ‘μαι μακριά σου τότε πού θα ψάχνεις για γιατρό
για γιατρό και δικηγόρο να σου δώσουνε γραμμή
κάτι θα λαλεί στο χώρο τούτη φταίει για το παιδί
στο ‘πα και το ’66 με τραγούδια βραχνιασμένα
είσαι σχήμα του θανάτου δεν μπορείς χωρίς έμενα
δίχως το δικό μου φόρο είσαι στείρα και μουγκή».
Το κίνημα, η πολιτική είναι αδιανόητη, στείρα και βουβή χωρίς το ρόλο της φαντασίας, της θέλησης για ολοκληρωτική αλλαγή, μια αλλαγή χωρίς κανένα ενδιάμεσο, χωρίς καμιά διαμεσολάβηση. Ο Σαββόπουλος απέναντι σ’ ένα κίνημα πού κυριαρχείται από τον ψευτο-ρεαλισμό, φέρνει «εκείνο το άλλο», πού χωρίς αυτό δεν υπάρχει κίνημα. «Γραμμή» δεν αρκούν για να δώσουν γιατροί και δικηγόροι, χρειάζεται και ο δικός σου φόρος.
Όμως ο Σαββόπουλος δεν είναι μόνο η εξέγερση. Ξέρει πώς αυτή δεν αρκεί. «Χρειάζονται κι οι γραφειοκρατίες». Ξέρει όμως πώς χωρίς αυτήν δεν γίνεται τίποτε. Χαρακτηριστικός είναι «ο ποντικός» από τη Ρεζέρβα:
«Τώρα έβγαλες ουρά και προβοσκίδα
κρύφτηκες πίσω από την εφημερίδα
κάνεις πώς διαβάζεις και δεν μας χαιρετάς.
Έβγαλες στο δέρμα σου ραβδώσεις
τρέχεις σε ομάδες κι οργανώσεις
κι όλο το ρολογάκι σου κοιτάς.
Κι όμως μέσα στης κόλασης τις λαύρες
μέσα σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες
λάμπεις σαν το πιο πολύτιμο Ορυκτό
τούτη τη στιγμή πού σπάζεις το κλοιό.
Άσπρε, γαλάζιε ποντικέ μου χρόνια τώρα σ’ αγαπώ
Εκείνη τη φτερούγα σου άνοιξέ’ μου και άσε με λίγο να τη δω.
Έλα χωρίς πολιτικούρες με το φτερό σου να πετάει
όχι στων μανιφέστων τίς κλεισούρες
αλλά σε κείνο κει το μπαρ πού ξενυχτάει. …
Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη
τι θα πάει να πει στη δικαιοσύνη
μα το δικαστήριο υψώνεται από δω
όχι μονάχα για το στιλπνό σου το φτερό
αλλά και για την προβοσκίδα σου θαρρώ».
Σ’ αυτό του το τραγούδι πού πολλοί το θεώρησαν σφαλερά ως ύβρη κατά της της πολιτικής πραχτικής, ο Σαββόπουλος ξεκαθαρίζει πως αγαπάει τον «ποντικό». Τον ποντικό πού σκάβει. Όμως αυτός ο ποντικός έχει το φτερό του έχει και την προβοσκίδα. Κι’ ο Σαββόπουλος αγαπάει το φτερό του ποντικού. Ξέρει πώς δεν γίνεται χωρίς την προβοσκίδα αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο Σαββόπουλος τον αγαπάει την στιγμή πού σπάζει τον κλοιό, και λάμπει σαν το πιο πολύτιμο Ορυκτό. Και τον καλεί να’ ρθει «έξω από των μανιφέστων τις κλεισούρες», να’ ρθει «σ’ εκείνο το μπαρ πού ξενυχτάει». Ξέρει πώς έχει αντιρρήσεις ο «ποντικός». Και ο Σαββόπουλος δεν του λέει να χωρίσει, αυτός τον αγαπάει τέτοιος πού είναι, μ’ όλες τις αντιφάσεις του, και ας ξέρει ότι ή δικαιοσύνη, δεν θα τον κρίνει μόνο για το φτερό, αλλά και για την προβοσκίδα.
Η «γενιά του 60»
Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε και αναπτύχθηκε καλλιτεχνικά μαζί με αυτή την περιβόητη «γενιά του 60», που έσπασε τον ομφάλιο λώρο με την μεταεμφυλιακή δομή, – τόσο με το καθεστώς του αντικομουνισμού και της αμερικανοκρατίας, όσο και με εκείνο της παλιάς σταλινικής Αριστεράς.
Και βέβαια αυτή η εμφάνιση μιας τέτοιας γενιάς δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Το ίδιο συνέβαινε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη και την Αμερική. Μετά την τεράστια προσπάθεια της ανοικοδόμησης, τον ψυχρό πόλεμο, οι «πάγοι» αρχίζουν να λιώνουν και οι νέες γενιές διεκδικούν πια όχι περισσότερη εργασία και αμοιβές απλά, αλλά μια άλλη ποιότητα ζωής.
Το status quo του ιμπεριαλισμού αμφισβητούνταν από τον Τρίτο Κόσμο, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κίνα κλπ. Παλλόμενος και αντιφατικός ο πραγματικός κόσμος εισέβαλε και πάλι στο παγωμένο, από τη Γιάλτα και τον ψυχρό πόλεμο, σκηνικό. Με τις ανάλογες Ιδεολογικές αναζητήσεις. Η δεκαετία του ’60 η δεκαετία της παγκόσμιας αναταραχής, της παγκόσμιας αφύπνισης ατόμων, τάξεων και εθνών.
Η αντίστοιχη ελληνική γενιά με το ένα πόδι πάταγε στην Ελλάδα της ψωροκώσταινας, της ανεργίας, της «ήττας», και από την άλλη ψαχούλευε, οσμίζονταν, έψαχνε έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της κοινωνίας της κατανάλωσης, πού για την ώρα δεν ήταν παρά ένα όραμα. Μιας γενιάς πού από την μια αναφερόταν στο αίτημα της δημοκρατίας, του «εκδημοκρατισμού», της εθνικής ολοκλήρωσης με το Κυπριακό, του τέλους του μετεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης και οραματιζόταν την ανάπτυξη πέρα από την καθυστέρηση και την ανεργία. Από την άλλη όμως, μέσα από τους αγώνες των οικοδόμων για το 7ωρο, μέσα από την φοιτητική «αμφισβήτηση», πού πρωτοεμφανιζόταν σε σύνδεση με την Κίνα, το Βιετνάμ. Το Μπέρκλεϋ, οι πρώτες θεωρίες του Καστοριάδη μέσα από το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», η πρώτη αμφισβήτηση του εκπαιδευτικού περιεχομένου, άνοιγε ο δρόμος σε μια πορεία πού αναφερόταν στο «σύγχρονο», το καινούργιο, πού εμφανιζόταν στην ελληνική κοινωνία, στο αστραφτερό διυλιστήριο της Ελευσίνας πού φάνταζε στα μάτια μας τότε σαν μια εικόνα από την «Κόκκινη έρημο» του Αντονιόνι. Μέσα λοιπόν σ’ εκείνο το πολιτικοκοινωνικό καζάνι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, του 114, του 15% για την παιδεία, όταν η Ελλάδα είναι πρώτη χώρα στον κόσμο το 1964 σε μέρες απεργίας, και το ’65 αρχίζει ό αγώνας ενάντια στη βασιλεία, διαμορφώνεται μια ολόκληρη γενιά με έμβλημα τα Ιουλιανά, 70 μέρες διαδηλώσεων καθημερινά, αδιάκοπα. η διαδήλωση είχε γίνει δ κόσμος μας. Το απόγευμα διαδήλωση – κάποτε σύγκρουση, και το βράδυ καλοκαιρινό σινεμά ή «Κραυγή» του Άντονιόνι, οι «Στάχτες και διαμάντια» του Βάιντα, ο Γκοντάρ και τα έργα της ελληνικής «αμφισβήτησης», πού πρωτοεμφανίζονται με το Μανθούλη κλπ.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, εμφανίζεται ο Διονύσης Σαββόπουλος. Δίπλα στους «Ογκολίθους», τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη φαντάζει πολύ μικρός, πολύ νέος, πολύ περιθωριακός. Για την ώρα μπορεί μόλις να γεμίζει τα θέατρα στις πρώτες εμφανίσεις του στην Αθήνα με τη «Συννεφούλα», το «Βιετνάμ», την «Διαδήλωση», την «Παράγκα». Όμως ήταν κι όλας μια καταπληκτικά νέα φωνή, πού εκφράζει το τότε «περιθωριακό» στοιχείο της εποχής, που ήδη δονούσε το πιο προχωρημένο κομμάτι της νεολαίας των «Λαμπράκηδων», το φοιτητικό.
Η γενιά του «114» φαινόταν πώς «φυσιολογικά» μέσα από την εξέλιξη της σε μια Ελλάδα πού άλλαζε ραγδαία, θα μετεξελίσσονταν ομαλά στη γενιά του 1968, πράγμα πού όμως δεν μπόρεσε να γίνει. Η ελληνική πραγματικότητα ήρθε να προβάλει ένα απαίσιο φάσμα θρεμμένο από το παρελθόν –με όλες τις επιβιώσεις του εμφύλιου πολέμου – την στρατιωτική δικτατορία, πού αποτέλεσε την ύστατη απόπειρα να σταματήσει ο «εκσυγχρονισμός». Η έλευση της δικτατορίας, συνέτριψε στην ουσία την γενιά του 114 σαν φορέα μιας νέας πολιτικής. Παρ’ όλο πού σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης στη χούντα μέχρι τα 1971 -72,ή μάχη της σε μια εποχή πού ή δικτατορία είχε όλα τα ατού μαζί της την εξάντλησε, πέρασε στο περιθώριο και την ιδιώτευση: «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει, οι δρόμοι θα’ ναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη».
Και η μεταπολίτευση ήρθε να ολοκληρώσει τη διαδικασία. Το κραυγαλέο «αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό» κλίμα επέτρεψε την συνένωση ανάμεσα σε δυο γενιές πού αποτέλεσαν τη βάση του νέου πολιτικού -πολιτιστικού κατεστημένου, τόσο της παλιάς γενιάς του εμφύλιου πολέμου όσο και της λεγομένης γενιάς του Πολυτεχνείου. Αν ψάξουμε όλα τα κόμματα θα βρούμε ένα περίεργο κενό σε ορισμένες ηλικίες – που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν γενιά του 114. Το πολιτικό πρόσωπο της μεταπολίτευσης θα διαμορφωθεί από τις αμέσως μεγαλύτερες ή νεότερες ηλικίες.
«Όποιος αγαπάει τρώει βρώμικο ψωμί
και οι πόθοι του ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή!»
Η γενιά του 114 ακολουθεί βασικά το δρόμο της ιδιώτευσης και αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της ανένταχτης αριστεράς. Αυτή την άρνηση της ένταξης, την εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Σαββόπουλος, πού στις εκλογές του ’77 περιγράφει την «έρημη χώρα» των εκλογών με αριστουργηματικό τρόπο.
Ας κρατήσουν οι χοροί
Και πολύ σύντομα, ήδη από το 1983 θα κάνει το επόμενο, το αποφασιστικό βήμα. Θα εγκαταλείψει τον αδιέξοδο μεσσιανισμό της Αριστεράς που στην εξουσία μεταβάλλεται σε τέρας, για να βρει τον δρόμο που θα τον φέρει στον χώρο που πια δεν θα εγκαταλείψει ποτέ, εκείνον του λαϊκού σώματος. Ο Σαββόπουλος θα γίνει πλέον λαϊκός, πανεθνικός κομμάτι και έκφραση ολόκληρου του έθνους. Οι χοροί θα συνεχίζονται
αλλά θα βρούμε αλλιώτικα
στέκια επαρχιώτικα βρε
ώσπου η σύναξις αυτή
σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί
…..
Kι είτε με τις αρχαιότητες
είτε με ορθοδοξία
των Eλλήνων οι κοινότητες
φτιάχνουν άλλο γαλαξία
Τι να φταίει η Bουλή
τι να φταιν οι εκπρόσωποι
έρημοι και απρόσωποι βρε
αν πονάει η κεφαλή
φταίει η απρόσωπη αγάπη που `χε βρει
Mα η δικιά μας έχει όνομα
έχει σώμα και θρησκεία
και παππού σε μέρη αυτόνομα
μέσα στην τουρκοκρατία
Να μας έχει ο Θεός γερούς
πάντα ν’ ανταμώνουμε
και να ξεφαντώνουμε βρε
με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς
Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα
να πυκνώνει ο δεσμός μας
και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές
με το ροκ του μέλλοντός μας.
Πρόκειται για ένα ολόκληρο πρόγραμμα, της ελληνικής διαχρονίας (είτε με τις αρχαιότητες/είτε με ορθοδοξία) όπου οι παλιές κι αναμμένες τροχιές της παράδοσής μας θα σμίγουν με το ροκ του μέλλοντος μας. Και το 1989 μετά την ολοκλήρωση της ιστορικής αποτυχίας της Αριστεράς, μπροστά στην πρόκληση της εξουσίας, όταν θα καταρρέει ο υπαρκτός σοσιαλισμός και η ελληνική Πασοκική εκδοχή του θα βυθίζεται στα σκάνδαλα θα προσυπογράψει την ετυμηγορία που πλέον έχει εκδώσει η ιστορία:
«Έχει αποτύχει, ας το πάρει σύμπασα η Αριστερά
έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το “εγώ” του Πασοκά.
Ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός
κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός.»
Σαν επίλογος
Εμείς, του `60 οι εκδρομείς,
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς,
μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς.
Εμείς, μιας δίψυχης ωδής
παράλογα ανοιχτής,
με συμπεριφορές ανατροπής,
και της βαθιάς μας ζωής
της συντηρητικής,
εμείς οι εκκρεμείς.
Χρονιές, με αίμα και φωτιές
και Χούντας κι Ιουλιανές,
και της μεταπολίτευσης φωνές,
αυτού του συρφετού,
του δημοκρατικού
του νέου εγωισμού, εμείς.
Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;”
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί,
εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας
με το κενό και με το αμφισβητώ
σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό
να ζεις τον θάνατό σου,
για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ,
δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.
Με τον Διονύση Σαββόπουλο είμαστε συνομήλικοι, μας χωρίζουν μόλις δύο χρόνια και διανύσαμε εκ παραλλήλου έναν μακρύ και μεγάλο δρόμο. Κάποιες στιγμές οι δρόμοι μας θα αποκλίνουν και εγώ με την ιερή μανία του (κοσμο)διορθωτή, τον υπέβαλα σε κριτική, κάποτε σκληρή, κάποτε βλακωδώς, για τις επιλογές του – μιας κάποιας «ενηλικίωσης», ενός κάποιου «καθιστικού». Ωστόσο δεν έπαψα ποτέ να τον νιώθω ως ένα alter ego –δικό μου και των συντρόφων μου–, καθώς μέσα από διαφορετικά μονοπάτια ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή: Από τη μεγάλη ουτοπία της Επανάστασης «μέσα σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες» σε μια νέα μεγάλη ή ίσως ακόμα μεγαλύτερη Ουτοπία, εκείνη της αναστημένης Ελλάδας, και προπαντός των ανθρώπων της με χορούς κυκλωτικούς.
Δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω και να νιώθω βαθιά μέσα μου, πως εξέφραζε με την μεγαλοφυΐα του εντελέστερα όλα αυτά που πίστευα και για τα οποία μαχόμουν. Και το πιο σπουδαίο είναι πως έτσι νιώθουν και ένιωθαν όχι μόνο του «60 οι εκδρομείς», αλλά ίσως εκατομμύρια Έλληνες, ζωντανοί και κάποτε νεκροί, νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες. Και αυτό μετριάζει, όσο αυτό είναι δυνατό τη βαθιά μου θλίψη.
Καλό ταξίδι συνεκδρομέα.
ΥΓ. Γράφοντας δυο λόγια για τον μεγάλο ποιητή και μουσικό Διονύση Σαββόπουλο, επέλεξα το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου να περιλαμβάνει στίχους από τα έργα του. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να κάνω ένα κείμενο αποκλειστικά με δικά του λόγια. Πάντως επιφυλάσσομαι να επανέλθω με κάτι ίσως περισσότερο ολοκληρωμένο. Στο μεταξύ η καλύτερη τιμή στη μνήμη του θα είναι να ξανακούσουμε τα τραγούδια του.
@ακόλουθοι