
13/09/2025
Κοντεύει 02:00, και εγώ καθισμένος στην δική μου μοναχική «βεράντα», χαζεύω την σκιά του βουνού απέναντι μου, κάτω από το φως του φεγγαριού. Ένα ελαφρύ αεράκι κάνει τα φύλλα στα κλαδιά να θροΐζουν και είναι ο μόνος ήχος που ακούγεται στην σιωπή της νύχτας. Λες και ακόμη και τα ζωντανά της νύχτας σήμερα να σιώπησαν. Είναι λες και το σκοτάδι να είναι το πηκτό που καταπίνει όλους τους ήχους.
Σκύβω να πάρω μια μπύρα ακόμη. «Μια ακόμη», σκέφτομαι, «και μετά υπνο». Ανάβω ένα πουράκι και στο φως της καύτρας τον βλέπω να με κοιτάζει. «Βαριέμαι», μου λέει. «Αύριο να γυρίσουμε στον πολιτισμό». «Τι είναι ο πολιτισμός;», τον ρωτώ μειδιώντας. «Στον κόσμο ρε φίλε», μου λέει και πίνει μια γερή τζούρα από την μπύρα. «Αν ανάψουμε μια φωτιά, θα είμαστε πολιτισμένοι; Οι όχθες του ποταμού είναι γεμάτες ξύλα», τον προκαλώ. Στριφογυρνά πάνω στο στρώμα του. «Ίσως πριν αρκετούς αιώνες, να ήταν πολιτισμός», μου γυρνάει μια πληρωμένη απάντηση.
Μένουμε σιωπηλοί, αφουγκραζόμαστε ξανά την βαριά σιωπή της νύχτας. «Τι θα κερδίσουμε κάνοντας αυτό ξανά;», μου λέει διστακτικά. Φοβάται την απάντηση γιατί νιώθει πως πλησιάζει το τέλος. Ξέρει καλά μέσα του πως η επιστροφή ίσως να είναι οριστική. Τον βασανίζω, το ξέρω, αλλά αυτό είναι το μάθημά μου προς αυτόν. Για όλες εκείνες τις στιγμές που αμφισβήτησε την δύναμη του. Όλες οι αναμνήσεις που γεμίσαμε, οι ερινύες που μας κυνηγούν, τα θέλω που αφήσαμε πίσω.
«Ξέρεις τι είσαι;», τον ρωτώ, σκουπίζοντας τα χείλη μου από την μπύρα. «Είσαι όλα αυτά που δεν είπα, όλα αυτά που δεν έκανα. Είσαι εγώ». Χαμογέλασε. «Δεν είναι τιμωρία όλο αυτό», συνέχισα, «είναι η πραγματοποίηση των ονείρων μας. Βγάζουμε στην επιφάνεια μια εναλλακτική πραγματικότητα. Λέμε όλα αυτά που μας πνίγουν. Όλα αυτά που δεν μας αφήνουν να πούμε».
Κοιταχτήκαμε στα μάτια χωρίς να αναπνέουμε. Σηκώσαμε το κεφάλι προς τον ουρανό και ούρλιαξαμε σαν λύκοι στο φεγγάρι που ήταν ψηλά. Από κάπου μακρυά ακούστηκε μια απάντηση στον λύκηθμό μας. Ένα αλύχτισμα πίσω από κάποια από τις κορφές που μας κάλυπταν. Ξανακοίταξα χαμηλά . Στην ρυτιδωμένη επιφάνεια του νερού το πρόσωπο του χάθηκε. «Οχι ρε καριολη», φώναξα, «δεν θα φύγεις».
«Εδώ θα είμαι!», άκουσα στην πίσω μεριά του μυαλού μου. Ξάπλωσα πίσω, με τα χέρια στο κεφάλι και έμεινα να χαζεύω τα αστέρια. Όσα φαίνονταν ανάμεσα στα κλαδιά του δάσους.
————————————————-
Ξύπνησα με πονοκέφαλο. Είχα έναν ύπνο βαρύ κάτω από τα αστέρια και το βραδινό αλκοόλ ακόμη είχε άσχημη επίδραση στο μυαλό μου. Με πήρε ο ύπνος πολύ πιο εύκολα από όσο πίστευα. Ένας ύπνος βαθύς, καθαρτικός. Χωρίς όνειρα.
Καθώς σηκωνόμουν ένιωσα τα κόκκαλα στις αρθρώσεις μου να τρίζουν. «Έλα γέρο μου, αντέχεις λίγο ακόμη», σκέφτηκα. Γέμισα το μπρίκι νερό και το έβαλα στην φωτιά. «Καλά θα πιεις ζεστό καφέ εσύ;», άκουσα πίσω μου. «Καμμία φορά το κάνω. Ειδικά όταν το αλκοόλ δεν έχει εξατμιστεί, το πρωί, ακόμη από μέσα μου», απάντησα χωρίς να σηκώσω τα μάτια από το μπρίκι. Πήρα ένα παξιμάδι και το δάγκωσα, μασουλώντας αργά. Άκουσα θόρυβο απέναντι και σήκωσα την ματιά μου. Μια αλεπού είχε βγάλει το κεφάλι της από τους θάμνους και κοίταζε εξεταστικά τον εισβολέα.
Δεν είχε ξημερώσει ακόμη καλά. Ο ουρανός άρχισε να βάφεται κόκκινος πίσω από την πλάγια, καθώς ο ήλιος σηκωνόταν. Ξάπλωσα με την πλάτη σε ένα βράχο κοιτάζοντας την πλάγια και περιμένοντας τις ακτίνες του να πέσουν πάνω μου σε λίγη ώρα. Η πρώτη γουλιά του καφέ, αναζωογονητική σαν φάρμακο στο μυαλό και το σώμα μου. Την άφησα να κυλίσει αργά στο λαιμό μου, με κλειστά τα μάτια. «Τι θα κάνουμε σήμερα;», μουρμούρισε δίπλα μου. «Θα καβαλήσουμε και θα φύγουμε», του απάντησα. «Για που;», συνέχισε τις ερωτήσεις. «Το μόνο που ξέρω είναι πως το απόγευμα πρέπει να έχουμε γυρίσει σπίτι», του απάντησα ρουφώντας λίγο καφέ.
«Από πιο δρόμο;», ρώτησε και είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός. «Πότε βγάλαμε πρόγραμμα και δεν το θυμάμαι;», απάντησα νευριασμενα. «Φύγαμε ειδικά για αυτό τον λόγο. Καβαλάμε και παίρνουμε απόφαση σε κάθε διασταύρωση. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς στοχους», συνέχισα. «Μην με ζαλίζεις με ερωτήσεις που ξέρεις ήδη την απάντηση».
Ο ήλιος σηκώθηκε πίσω από την πλάγια και το φως του γέμισε το ξέφωτο που είχα δικό μου για μια ολόκληρη νύχτα. Η φύση ξυπνούσε γύρω μου, και εγώ ένιωσα παρείσακτος εκεί. Άρχισα να κρύβω τα ίχνη της παρουσίας μου εκεί. Άσε το μέρος παρθένο όπως το βρήκες. Σηκώθηκα και άρχισα να φορτώνω την μηχανή. Ο Άλλος εξαφανίστηκε σιωπηλά όπως ήρθε. Κοίταξα ένα μανιτάρι δίπλα στην μηχανή. «Είσαι πολύ τυχερό που δεν σε πάτησα το βράδυ. Εσύ θα είσαι και αύριο εδώ, για εμένα ήρθε η ώρα να γυρίσω».
Ήθελα να γυρίσω πίσω.