01/07/2025
Ψάχνοντας στα Βαλκάνια την μοναξιά
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Έχω μόλις γυρίσει από την βόλτα μιας εβδομάδας. Κάθομαι στην βεράντα μου, με το laptop μπροστά μου, ένα απαλό αεράκι φυσάει και ρουφάω άλλη μια τζούρα από την μπύρα μου κοιτώντας τον κέρσορα να αναβοσβήνει στην λευκή οθόνη. Τι να πρωτογράψω; Τι να πρωτοθυμηθώ; Βρήκα αυτό που έψαχνα; Για άλλη μια φορά η απάντηση είναι όχι.
Νομίζω πως ηθελημένα δεν το βρίσκω, ενώ τα σημάδια με οδηγούν εκεί, εγώ το αποφεύγω. Είμαι με την θέληση μου εγκλωβισμένος σε μια Οδύσσεια που ξέρω πως μόλις βρω την Ιθάκη θα τελειώσει. Βλέπω τα σημάδια και τα αγνοώ επιδεικτικά για να κρατήσει λίγο παραπάνω. Για να έχω την δικαιολογία να συνεχίσω να είμαι στον δρόμο.
Ενω τον στόχο μου τον βλέπω, εγώ αλλάζω κατεύθυνση και πηγαίνω κόντρα στον άνεμο, για να χαθώ σε άλλες ατραπούς, να δω και κάτι παραπάνω. Να πάω εκεί που πήγαν κι άλλοι αλλά να το δω μέσα από τα δικά μου μάτια. Να πάω εκεί που δεν πήγε κανείς και να δώσω το στίγμα σε όλο τον κόσμο. Ψάχνω τις δικαιολογίες για να είμαι στον δρόμο και ακόμη και όταν το σώμα σταματά, το μυαλό να συνεχίζει να ταξιδεύει.
Στα απλά διαδικαστικά είναι όλα εύκολα. 8 μέρες, 3795 χιλιόμετρα, 8 χώρες συμπεριλαμβανομένου και την Ελλάδας, 220 λίτρα βενζίνης. Στα συναισθήματα όμως και στις εικόνες αρχίζουν τα δύσκολα. Τι να βάλεις και τι να αφήσεις έξω; Πόσους ανθρώπους γνώρισες, σε ποια καφενεία έπιασες κουβέντα, πόσες εικόνες είδες την ώρα που χάθηκες. Συζητήσεις και χαμόγελα, μοιράσματα και βοήθειες. Στάσεις σε κορφές βουνών, και κάτω από δέντρα δίπλα σε ποτάμια. Ανθρώπους που είχες στο μυαλό σου, και υποχρεώσεις που σε κυνηγούσαν.
Κάπως έτσι έγινε πράξη η βόλτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Φεύγοντας
Λίγο πριν τελείωσα το φόρτωμα της μοτοσυκλέτας, αλλά το μυαλό μου δεν είναι έτοιμο να φύγει. Κάθομαι σε μια καρέκλα και κοιτάζω τα ρούχα μου αλλά δεν θέλω να τα φορέσω. Είναι πολλά αυτά που με κρατούν πίσω, και περισσότερο ο φόβος της προληπτικότητας μου. Γενικά δεν έχω γούρια και φόβους, αλλά στις βόλτες μου γίνομαι ο απόλυτα προληπτικός άνθρωπος. Πολύ περισσότερο όταν νιώθω την ενέργεια που με περιβάλλει αρνητική. Μου λένε "Γράψε τους όλους και όσο σε επηρεάζουν τόσο θα συνεχίζουν" και έχουν δίκιο, όμως ένας φόβος, αλλιώτικος, γεμίζει το είναι μου. "Θα σηκωθώ το πρωί και θα το αποφασίσω", σκέφτηκα.
Είναι 05:30 και περνάω τα διόδια της Αττικής Οδού. Έχω αποφασίσει να βγάλω τα πρώτα χιλιόμετρα διαδικαστικά, ώστε να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται μακριά Δεν έχω πρόγραμμα που θα φτάσω, αλλά έχω κατεύθυνση. Το μόνο που ξέρω είναι η πρώτη στάση μου. Θα σταματήσω στην Άρτα για ένα καφέ στον Γιάννη. "Σταμάτα στον Σιδεράκη, και αν συνεχίσεις να μην νιώθεις καλά, γύρνα πίσω", μου είπε ο εαυτός μου. Ο Γιάννης με περίμενε στο τραπεζάκι, έξω στο πεζοδρόμιο. Με το που με είδε, έλαμψαν τα μάτια του, και σηκώθηκε όρθιος. Με πήρε αγκαλιά πριν προλάβω να βγάλω το κράνος. Να' ξέρες πόση δύναμη έχει αυτή η αγκαλιά.
Δύναμη όχι σωματική, αλλά μέσα στην ψυχή. Καθαρίζει το μυαλό. Διώχνει όλες τις κακές σκέψεις, νιώθεις την ζεστασιά στην ψυχή. Τον Γιάννη πριν το γνωρίσω τον είχα παρεξηγήσει. Βλέπεις μοιάζουμε πολύ σαν χαρακτήρες και τελικά αυτό που με ενοχλούσε ήταν τα στραβά τα δικά μου που έβλεπα σε αυτόν. Είχαμε ψιλοαρπαχτεί μάλιστα μια φορά στα social και από εκεί και μετά τον απέφευγα. Ενήλικη όμως και σκεπτόμενη πράξη είναι να γνώρισεις κάποιον τον απορρίψεις. Και έτσι συναντηθήκαμε μιλήσαμε, ανταλλάξαμε σκέψεις και είδα έναν άνθρωπο που πέρασε διά πυρός και σιδήρου για να γίνει αυτό που έγινε σήμερα. Κάποια, και κυρίως αυτοί που έχουν το δάχτυλο συνεχώς σηκωμένο θα πουν "εκεί που έφτυνε γλύφει", εγώ όμως ξέρω πως μεγαλώνω, και ταυτόχρονα μεγαλώνει και η εμπειρία μου. Ξέρω πως δεν συμφωνώ με όλα με όλους αλλά κρατώ μόνο αυτά που μου αρέσουν. Αν στην τελική τα πήγαινα καλά με όλους και με όλα τότε δεν θα ήμουν ο Σοφιανός αλλά κάποιος ψεύτικος που απλά τα πάει καλά με όλους.
Ο Γιάννης μου έδιωξε κάθε κακή σκέψη. Ήταν ο καταλύτης για να ξεκινήσω την βόλτα μου. Γιατί στην πραγματικότητα η βόλτα αυτή είχε αφετηρία την Άρτα. Και από εκεί όλα κυλούσαν πιο ομαλά. Δεν κατάλαβα πότε έφτασα στα Ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο αυτοκινητόδρομος τελείωσε για τις υπόλοιπες μέρες και από εκεί ξεκινούσαν τα ωραία. Πέρασα τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα και σταμάτησα στην άκρη για το πάρω απόφαση. Πλέον άφησα όλα τα προβλήματα πίσω και είμαι στην Βόλτα. Ξέχασα μονομιάς άγχη, στεναχώριες και ήμουν εγώ και ο δρόμος.
Κατευθύνθηκα προς το Butrint και πέρασα με την σχεδία απέναντι προς το Εξαμίλι και τους Άγιους Σαράντα όπου τους απέφυγα έχοντας κατεύθυνση το Borsh όπου θα έμπαινα στο ΤΕΤ. Μπαίνοντας στο ΤΕΤ οι δαίμονες επέστρεψαν πάνω στον, κυρίως βατό, χωματόδρομο. Έπρεπε να συγκεντρωθώ και να αφήσω πίσω αυτά που στεναχωρούσαν. Έβλεπα την σκόνη να σηκώνεται και έφτιαχνε ένα στρώμα προστασίας πάνω μου από την κακή ενέργεια που με κυνηγούσε. Συνέχισα να ανηφορίζω στον χωματόδρομο και έβλεπα μακρυά μου την θάλασσα και από την άλλη μεριά τα ψηλά βουνά της Αλβανίας. Χάνοταν μέσα στην σκονή λόγια που ειπώθηκαν, βρισιές που εκτοξεύτηκαν. Τα αφήσα πίσω όπως πρέπει. Μπορεί να μην ασχολήθηκα ούτε μια φορά, να μην είπα ούτε κουβέντα αλλά με πλήγωναν τα λόγια. Τώρα θα έμεναν για πάντα εκεί χαμένα μέσα στον χωματόδρομο. Συγκεντρωμένος απόλυτα, έφτασα λίγο πριν το Corraj και εκεί το GPS μου έδειχνε να συνεχίσω ευθεία, εγώ στο μυαλό μου όμως είχα πως το Αργυρόκαστρο είναι αριστερά (καμία σχέση όμως). Είχα ξεχαστεί πως το ΤΕΤ με βγάζει στο Τεπελένι, και ο δρόμος είχε αρχίσει να γίνει δυσκολότερος.
Ακολουθώντας το ένστικτό μου, αποφασίζω να στρίψω και να μπω στο πλέον δύσκολο κομμάτι όλης της διαδρομής όπως πισωγύρισμα δεν είχε. Από την κορυφή βλέπω τα σπίτια ενός χωριού και βάζω το κεφάλι κάτω για να φτάσω μέχρι εκεί, αλλά ο δρόμος έχει την δύναμη. Με πήγαινε σε διαφορετικές κατευθύνσεις συνεχώς. Πάνω στην απελπισία μου κοιτάζω χαμηλά και βλέπω άσφαλτο σε μια απόσταση περίπου τεσσάρων χιλιομέτρων. Ο δρόμος, δρόμος λέμε τώρα, για εκεί μια κατηφόρα μεγάλης κλίσης γεμάτη κροκάλα. "Γέρο μου σιγά και σταθερά γιατί αν πέσεις εδώ θα σε φάνε οι λύκοι", σκέφτηκα και ξεκίνησα να κατεβαίνω. Έχω τραβηχτεί τέρμα πίσω, και το φρένο δουλεύει υπερωρίες, όχι όμως ότι με σταμάταγε, αφού το βάρος με τραβούσε στην κατηφόρα. Κάθε αλλαγή κατεύθυνσης ήταν μια τεράστια αγωνία. "Θα φτάσω μέχρι την επόμενη στροφή;", σκεφτόμουν και ίδρωνα μέσα στο κράνος. Την ώρα που η ρόδες μου πάτησαν άσφαλτο ένα ουρλιαχτό βγήκε μέσα από το κράνος μου. Κοιτάζω απέναντι, μέσα στην ερημιά και βλέπω ένα καφενείο κάτω από κάτι ελιές.
Καθώς απολάμβανα μια παγωμένη μπύρα Gjirokastra (το μόνο πράγμα που είδα από το Αργυρόκαστρο), έχοντας πετάξει όλο τον εξοπλισμό στις καρέκλες τριγύρω, αποφασίζω να συνεχίσω ασφάλτινα με στόχο την λίμνη Σκόδρα, αν καταφέρω να την φτάσω. Νιώθοντας πιο έτοιμος συνέχισα χαλαρός την διαδρομή μου μέχρι όπου αντέξω. Δέκα χιλιόμετρα έξω από την Σκόδρα, ένα μεγάλο πουλί έσκασε στο στήθος μου πάνω στον θώρακα, και από εκεί στο δεξί μου χέρι. Μούδιασα από τον πόνο και άφησα το γκάζι. "Δεν είμαστε για τέτοια τώρα", συνέχισα χαλαρά μέχρι την πόλη όπως έψαξα για κατάλυμα. Έβγαλα όλα τα ρούχα και έβαλα πάγο πάνω στην μελανιά, καθώς καθόμουν στο παράθυρο. Λίγη ώρα αργότερα, και αφού με εξέτασα καλά είδα πως όλα ήταν εντάξει. Έφτιαξα το βραδινό μου και έφαγα και έκλεισα την μέρα με μια μπύρα στον πεζόδρομο της παλιάς πόλης μετά από έναν χορταστικό περίπατο. Αύριο είναι μια καινούργια μέρα.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ