08/12/2025
Κείμενο από τη συλλογή ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ.
Εκτός από αυτό διαβάστε στη συλλογή που περιέχεται στον πρώτο τόμο "Πορτόνι 45 ιστορίες κορφιάτικου ταμπεραμέντου" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λοράνδου και: "Το Aναραϊδόκαστρο της νότιας Κέρκυρας", "Το φάντασμα της Αντιβουνιώτισσας", "Οι αδελφές του Μεγαλέξανδρου στην Κέρκυρα", "Η Μονοβύζα και ο Αντρειωμένος", "Της Νύφης τα Λιθάρια" "Η αναράιδα από το Γαστούρι", "Οι κόρδες του μοναστηριού της Παλιοκαστρίτσας", και "Δράκοι πάνω απ’ τα φρούρια"...............................................
Συντάκτες: Πέπη Γιάννου, Νίκος Δημήτριος Μάμαλος, Αλέξανδρος Αηδονίδης, Σταμάτης Κυριάκης.
...............................................
Το στοιχειό του Καμπιέλου
Στην Παναγία Κρεμαστή, χτισμένη τον 17ο αιώνα, στη συνοικία του Καμπιέλλου, που μπροστά της απλώνεται η πλακόστρωτη πλατειούλα με την καλαίσθητη στέρνα στο κέντρο της, απ’ όπου από το 1800 έως το 1864 ξεκινούσε ο επίσημος και τελευταίος Επιτάφιος της Μεγάλης Παρασκευής, υπήρχε ο εξής θρύλος: Τον 19ο αιώνα οι περίοικοι τις μικρές ώρες της νύχτας άκουγαν το μουγκανητό ενός άγριου ταύρου και τον ανατριχιαστικό ήχο της βαριάς αλυσίδας του που σερνόταν στα πέτρινα σκαλάκια της μικρής πλατείας. Οι τολμηροί που μισάνοιγαν τα παράθυρά τους δεν μπόρεσαν ποτέ να τον δουν, όλοι όμως ισχυρίζονταν με σθένος ότι τον άκουγαν.
Η σχετική παράδοση αναφέρει ότι κάποτε ήρθαν Τουρκαλβανοί από τα απέναντι παράλια και αποβιβάστηκαν νύχτα στην ερημική παραλία του Ύψου. Σύντροφος κι επικεφαλής τους ήταν ένας ορθόδοξος που τους οδήγησε στο εξοχικό ενός αριστοκράτη γαιοκτήμονα, όπου καταλήστευσαν όλα τα αποθηκευμένα αγαθά του. Η απληστία τους τους έκανε να φορτώσουν στο πλοίο κι έναν ταύρο, και στην επιστροφή, παρότι ο άνεμος ήταν πρύμος, το πλεούμενο τους έφερε στο λιμάνι της πόλης. Φοβισμένοι, το θεώρησαν θεϊκό σημάδι κι αποφάσισαν –με συμβουλή του ορθόδοξου οδηγού τους– να τον προσφέρουν στην Παναγία την Κρεμαστή, που είχε ξημερώσει ήδη η γιορτή της. Έδεσαν τον ταύρο στον στύλο του πρόναου και χάθηκαν στο πρώτο φως του ήλιου.
Το ζώο, δυνατό και άγριο, έσπασε τον ξύλινο στύλο και, ελεύθερο, γυρνούσε στα πλακόστρωτα μουγκανίζοντας, ώσπου χάθηκε κι αυτό. Αλλά τις ίδιες μικρές πρωινές ώρες οι κάτοικοι δεν έπαψαν να ακούνε τον ήχο της αλυσίδας, τις οπλές και τα μουγκανητά. Εξήγηση και εκλογίκευση όφειλε τότε να κάνει το απλοϊκό μυαλό για να κατευνάσει τον φόβο, κι έτσι είπαν πως ο καθαγιασμένος ναός δεν επιθυμούσε την αμαρτωλή προσφορά, που ήταν προϊόν δόλιας κλοπής. Η υπερφυσική δύναμη του θεϊκού στοιχείου απομάκρυνε τον ταύρο και τον στοίχειωσε. «Θυσία και προσφορά ουκ ηθέλησας», κατά τον Ψαλμό (λθ΄ 7).....................................