Anemos

Anemos Αληθινές ιστορίες από τα Βαλκάνια – Μείνε κοντά μας! 👉

«Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ μαζί μας;» Η φωνή μου ακούστηκε πιο απότομη απ’ όσο ήθελα, αλλά δεν άντεχα άλλο τη σιωπή της. Η ...
10/08/2025

«Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ μαζί μας;» Η φωνή μου ακούστηκε πιο απότομη απ’ όσο ήθελα, αλλά δεν άντεχα άλλο τη σιωπή της. Η Μαρία, η μέλλουσα νύφη μου, σήκωσε το βλέμμα της από το κινητό και με κοίταξε με εκείνο το αινιγματικό, σχεδόν αδιάφορο ύφος της. «Έχω διάβασμα, κυρία Ελένη. Και δουλειά. Δεν είναι πάντα εύκολο.»

Το τραπέζι της Κυριακής, που κάποτε ήταν γεμάτο γέλια και φωνές, τώρα είχε γίνει πεδίο μάχης. Ο γιος μου, ο Νίκος, καθόταν δίπλα της, με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα χαμηλωμένο. Η μικρή μου κόρη, η Σοφία, προσπαθούσε να σπάσει τον πάγο με αστεία που κανείς δεν άκουγε. Ο άντρας μου, ο Παναγιώτης, είχε βυθιστεί στην εφημερίδα του, προσποιούμενος πως δεν καταλάβαινε τίποτα.

Η Μαρία μπήκε στη ζωή μας πριν δύο χρόνια. Ο Νίκος την έφερε ένα βράδυ στο σπίτι, με μάτια που έλαμπαν από περηφάνια. «Η Μαρία είναι ξεχωριστή», μου είπε τότε. Κι εγώ προσπάθησα να τη δω έτσι. Αλλά κάθε φορά που προσπαθούσα να της μιλήσω, εκείνη κρατούσε αποστάσεις. Δεν ήθελε να μοιραστεί τίποτα προσωπικό, δεν γελούσε με τα αστεία μας, δεν έλεγε ποτέ «ναι» σε μια βόλτα ή μια εκδρομή.

«Μαμά, άφησέ την ήσυχη», μου είπε ο Νίκος μια μέρα που προσπάθησα να την καλέσω για καφέ. «Έχει πολλά στο κεφάλι της.» Αλλά εγώ ήξερα πως κάτι άλλο συνέβαινε. Ήμουν σίγουρη πως δεν της άρεσα. Πως ίσως θεωρούσε πως δεν είμαι αρκετά καλή για να γίνω η πεθερά της.

Οι φίλες μου έλεγαν να κάνω υπομονή. «Οι νέες κοπέλες είναι αλλιώς σήμερα», μου έλεγε η κυρία Κατερίνα από τον πάνω όροφο. «Δεν θέλουν πολλά-πολλά με τις πεθερές.» Αλλά εγώ θυμόμουν τη δική μου πεθερά – σκληρή γυναίκα, αυστηρή, αλλά πάντα παρούσα. Εγώ είχα ορκιστεί να μην γίνω ποτέ σαν εκείνη.

Ένα βράδυ, καθώς μάζευα τα πιάτα από το τραπέζι, άκουσα τη Μαρία να μιλάει ψιθυριστά στο τηλέφωνο. «Δεν αντέχω άλλο αυτή την πίεση… Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω αυτό…» Η καρδιά μου σφίχτηκε. Μήπως έφταιγα εγώ; Μήπως η επιμονή μου να την εντάξω στην οικογένεια την έκανε να νιώθει ξένη;

Την επόμενη μέρα αποφάσισα να της μιλήσω ανοιχτά. Την κάλεσα για καφέ στο μπαλκόνι. Έβρασα ελληνικό καφέ – όπως τον πίνει ο Νίκος – και της τον πρόσφερα με ένα μικρό κουλουράκι.

«Μαρία, ξέρω πως ίσως σε πιέζω χωρίς να το θέλω», της είπα χαμηλόφωνα. «Απλώς θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα. Να σε νιώσω δική μας.»

Με κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια χωρίς να αποστρέψει το βλέμμα της.

«Δεν είναι εύκολο για μένα», ψιθύρισε. «Η δική μου οικογένεια… δεν ήταν ποτέ ενωμένη. Δεν ξέρω πώς να είμαι μέλος μιας οικογένειας που αγαπιέται τόσο πολύ.»

Ένιωσα ένα κύμα συμπόνιας να με πλημμυρίζει. Θυμήθηκα τα δικά μου παιδικά χρόνια – τις φωνές του πατέρα μου, τη μοναξιά της μητέρας μου. Κανείς δεν ξέρει τι κουβαλάει ο άλλος.

Από εκείνη τη μέρα προσπάθησα να αλλάξω προσέγγιση. Δεν την πίεζα πια να συμμετέχει σε όλα. Της άφηνα χώρο, αλλά πάντα της έδειχνα πως είναι ευπρόσδεκτη. Κάποιες φορές ερχόταν μόνη της στην κουζίνα και με ρωτούσε για συνταγές ή για τη δουλειά μου στο σχολείο.

Όμως οι εντάσεις δεν έλειψαν. Η Σοφία ζήλευε που ο Νίκος περνούσε τόσο χρόνο με τη Μαρία και όχι μαζί μας. Ο Παναγιώτης γκρίνιαζε πως το σπίτι είχε αλλάξει ατμόσφαιρα. Κάποια βράδια έκλαιγα σιωπηλά στο μαξιλάρι μου, νιώθοντας πως χάνω τον γιο μου και πως τίποτα δεν θα είναι ποτέ όπως πριν.

Ένα βράδυ του Αυγούστου, καθώς όλοι είχαν κοιμηθεί, βγήκα στο μπαλκόνι και βρήκα τη Μαρία να κάθεται μόνη της, κοιτώντας τα φώτα της πόλης.

👇 Ρίξε μια ματιά στα σχόλια για τη συνέχεια 👇

«Δεν την αντέχω άλλο, Νίκο! Δεν βλέπεις πώς μας κοιτάζει; Πώς μιλάει; Σαν να είμαστε ξένοι στο ίδιο μας το σπίτι!»Η φωνή...
10/08/2025

«Δεν την αντέχω άλλο, Νίκο! Δεν βλέπεις πώς μας κοιτάζει; Πώς μιλάει; Σαν να είμαστε ξένοι στο ίδιο μας το σπίτι!»

Η φωνή μου έσπασε, γεμάτη θυμό και απογοήτευση. Ο Νίκος, ο γιος μου, με κοίταξε με μάτια σκοτεινά, γεμάτα κούραση και πίκρα. «Μάνα, φτάνει. Δεν αντέχω άλλο αυτή τη γκρίνια. Η Μαρία είναι η γυναίκα μου. Αν δεν μπορείτε να τη δεχτείτε, τότε… τότε καλύτερα να μην ξαναέρθουμε.»

Ένιωσα το πάτωμα να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Πώς φτάσαμε εδώ; Πώς έγινε το παιδί μου, που κάποτε με αγκάλιαζε και μου έλεγε τα μυστικά του, να με κοιτάζει σαν ξένο; Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που την έφερε πρώτη φορά στο σπίτι. Ήταν μια Κυριακή του Μαρτίου, το τραπέζι στρωμένο με τα καλά σερβίτσια, το αρνάκι στο φούρνο, οι μυρωδιές να γεμίζουν το σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη.

Η Μαρία μπήκε με ένα χαμόγελο που δεν έφτανε ποτέ στα μάτια της. Ήταν όμορφη, ναι, αλλά ψυχρή. Μου έδωσε ένα κουτί γλυκά και ένα φιλί στον αέρα. «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, κυρία Ελένη.»

Από εκείνη τη στιγμή, κάτι μέσα μου πάγωσε. Δεν ήταν όπως τα άλλα κορίτσια που είχε φέρει ο Νίκος παλιά. Δεν γελούσε με τα αστεία του πατέρα του, δεν βοήθησε να μαζέψουμε το τραπέζι, δεν ρώτησε τίποτα για εμάς. Μόνο καθόταν δίπλα στον Νίκο και τον κρατούσε από το χέρι. Και ο Νίκος… ο Νίκος είχε αυτό το βλέμμα, σαν να ήταν αλλού.

Οι μήνες πέρασαν και η Μαρία έγινε μόνιμο κομμάτι της ζωής μας. Η αδερφή του Νίκου, η Σοφία, δεν την συμπάθησε ποτέ. «Μαμά, αυτή η κοπέλα δεν είναι για τον αδερφό μου. Τον απομακρύνει από όλους μας.» Ο άντρας μου, ο Γιώργος, προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες. «Ελένη, άσ’ τους να ζήσουν τη ζωή τους. Εμείς κάναμε το χρέος μας.» Αλλά εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω.

Κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι, ένιωθα την ατμόσφαιρα βαριά. Η Μαρία μιλούσε ελάχιστα, πάντα με προσοχή, σαν να φοβόταν μην πει κάτι λάθος. Ο Νίκος είχε γίνει νευρικός, απόμακρος. Δεν ερχόταν πια για καφέ τα απογεύματα, δεν με ρωτούσε για τις δουλειές του σπιτιού ή για τις συνταγές που αγαπούσε μικρός.

Μια μέρα, τόλμησα να της μιλήσω μόνη μου στην κουζίνα. «Μαρία, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Είσαι ευτυχισμένη με τον Νίκο;» Εκείνη με κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια. «Είμαι όσο μου επιτρέπετε να είμαι.»

Τα λόγια της με πλήγωσαν βαθιά. Ήταν σαν να μου έλεγε ότι εγώ ήμουν το πρόβλημα. Αλλά εγώ ήθελα μόνο το καλό του γιου μου! Ήθελα να είναι ευτυχισμένος, να έχει μια γυναίκα που θα τον αγαπάει και θα τον φροντίζει όπως του αξίζει.

Οι καβγάδες στο σπίτι έγιναν συχνότεροι. Η Σοφία αρνιόταν να έρθει όταν ήξερε ότι θα είναι και η Μαρία. Ο Γιώργος κλείστηκε στον εαυτό του. Κι εγώ… εγώ άρχισα να προσεύχομαι κρυφά να χωρίσουν.

«Δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση!» φώναξε μια μέρα ο Νίκος, όταν προσπάθησα να του μιλήσω για τη συμπεριφορά της Μαρίας. «Μάνα, γιατί δεν μπορείς απλά να τη δεχτείς; Γιατί πρέπει όλα να γυρίζουν γύρω από σένα;»

Έκλαψα εκείνο το βράδυ όσο είχα χρόνια να κλάψω. Θυμήθηκα τα παιδικά του χρόνια, τις πρώτες του μέρες στο σχολείο, τις φορές που ξενυχτούσα όταν είχε πυρετό. Πώς γίνεται τώρα να είμαι εγώ ο εχθρός;

Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν ανακοινώθηκε ότι θα παντρευτούν. Η Μαρία ήθελε έναν απλό γάμο στο δημαρχείο. Εγώ ονειρευόμουν μια μεγάλη τελετή στην εκκλησία της γειτονιάς μας, όπως όλες οι σωστές ελληνικές οικογένειες. «Δεν θέλω φασαρίες και έξοδα», είπε η Μαρία ψυχρά. Ο Νίκος συμφώνησε μαζί της χωρίς δεύτερη σκέψη.

Την ημέρα του γάμου ένιωθα σαν ξένη στη δική μου οικογένεια. Η Σοφία δεν ήρθε καν. Ο Γιώργος στεκόταν σιωπηλός δίπλα μου. Ο Νίκος χαμογελούσε μόνο στη Μαρία.

📖 Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ! 👇

«Γιατί φεύγεις, Μαρία; Τι σου έκανα;»Η φωνή της μητέρας μου αντηχούσε ακόμα στ’ αυτιά μου, παρόλο που είχαν περάσει τρει...
10/08/2025

«Γιατί φεύγεις, Μαρία; Τι σου έκανα;»

Η φωνή της μητέρας μου αντηχούσε ακόμα στ’ αυτιά μου, παρόλο που είχαν περάσει τρεις μέρες από τη μετακόμιση. Καθόμουν στο μικρό μπαλκόνι του διαμερίσματος στην Κυψέλη, με τον ήλιο να καίει τα γόνατά μου και τα μάτια μου να τρέχουν δάκρυα που δεν ήθελα να παραδεχτώ. Ο Νίκος, ο άντρας μου, έψαχνε δουλειά στην Αθήνα εδώ και μήνες. Όταν του πρότειναν θέση σε μια εταιρεία πληροφορικής, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Εγώ όμως; Εγώ άφησα πίσω μου τη Θεσσαλονίκη, την οικογένειά μου, τα πάντα.

«Μαρία, πρέπει να το κάνουμε για εμάς. Δεν μπορείς να ζεις για πάντα στη σκιά της μάνας σου», μου είχε πει ο Νίκος το βράδυ πριν φύγουμε. Ήξερε πως η σχέση μου με τη μητέρα μου ήταν δύσκολη. Εκείνη πάντα ήθελε να έχει τον έλεγχο: «Πού πας; Με ποιον βγαίνεις; Γιατί δεν κάνεις παιδί;» Εγώ πνιγόμουν. Ήθελα να αναπνεύσω.

Τώρα όμως, με το τηλέφωνο να χτυπάει κάθε βράδυ και τη φωνή της μάνας μου να τρέμει στην άλλη άκρη της γραμμής, άρχισα να αμφιβάλλω. «Μαρία, δεν είμαι καλά. Ο πατέρας σου πάλι τσακώθηκε μαζί μου. Δεν έχω κανέναν εδώ.» Κάθε φορά που το άκουγα αυτό, ένιωθα ένα μαχαίρι να μπαίνει στην καρδιά μου. Αλλά τι μπορούσα να κάνω; Να τα παρατήσω όλα και να γυρίσω πίσω;

Ο Νίκος προσπαθούσε να με στηρίξει. «Δεν μπορείς να ζήσεις τη ζωή σου μέσα στις ενοχές. Πρέπει να βάλεις όρια.» Μα πώς βάζεις όρια όταν η μάνα σου κλαίει στο τηλέφωνο και ο πατέρας σου δεν μιλάει σε κανέναν; Πώς ξεκινάς μια νέα ζωή όταν το παρελθόν σε τραβάει πίσω σαν άγκυρα;

Οι πρώτοι μήνες στην Αθήνα ήταν δύσκολοι. Δεν είχα φίλους εδώ, μόνο τον Νίκο και τις αναμνήσεις μου. Τα πρωινά ξυπνούσα νωρίς και πήγαινα βόλτα στο Πεδίον του Άρεως, προσπαθώντας να ξεχάσω. Αλλά πάντα έβρισκα τον εαυτό μου να κοιτάζει τα ζευγάρια που περπατούσαν χέρι-χέρι και να αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα ποτέ να νιώσω κι εγώ έτσι ελεύθερη.

Ένα βράδυ, καθώς ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η αδερφή μου, η Ελένη.

«Μαρία, πρέπει να έρθεις. Η μαμά είναι στο νοσοκομείο.»

Ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου. «Τι έγινε;»

«Έπαθε κρίση πανικού. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ο μπαμπάς δεν ήξερε τι να κάνει, με πήρε εμένα.»

Έκλεισα το τηλέφωνο και κοίταξα τον Νίκο. «Πρέπει να φύγω. Δεν μπορώ να την αφήσω έτσι.»

Εκείνο το βράδυ ταξίδεψα με το ΚΤΕΛ για Θεσσαλονίκη. Όλη τη διαδρομή σκεφτόμουν: Μήπως έκανα λάθος που έφυγα; Μήπως η οικογένεια είναι κάτι που δεν μπορείς ποτέ πραγματικά να αφήσεις πίσω;

Στο νοσοκομείο βρήκα τη μητέρα μου ξαπλωμένη, χλωμή, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα.

«Ήρθες…» ψιθύρισε μόλις με είδε.

«Εννοείται πως ήρθα», της είπα και της έπιασα το χέρι.

📌 Η ιστορία συνεχίζεται στα σχόλια 👇

«Δεν αντέχω άλλο, Ελένη! Δεν βλέπεις ότι όλα πάνε στραβά;»Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μην πέρασ...
10/08/2025

«Δεν αντέχω άλλο, Ελένη! Δεν βλέπεις ότι όλα πάνε στραβά;»

Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μην πέρασε ούτε λεπτό από εκείνο το βράδυ. Τα δίδυμα, η Άννα και ο Γιώργος, κοιμούνται στο διπλανό δωμάτιο, κι εγώ κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού, σφίγγοντας τα χέρια μου μέχρι να ασπρίσουν οι αρθρώσεις. Πώς φτάσαμε εδώ; Πώς έγινε ο άντρας που αγάπησα τόσο ξένος;

Όλα ξεκίνησαν όταν η κυρία Μαρία, η πεθερά μου, ήρθε να μείνει μαζί μας. «Είναι για λίγο», είπε ο Νίκος. «Μέχρι να σταθεί στα πόδια της μετά το χειρουργείο». Δεν ήξερα τότε πως αυτό το «λίγο» θα γινόταν μήνες, και πως κάθε μέρα θα ένιωθα όλο και πιο ανεπιθύμητη στο ίδιο μου το σπίτι.

«Το φαγητό είναι άνοστο», έλεγε η κυρία Μαρία. «Η Άννα είναι πολύ αδύνατη, δεν την ταΐζεις σωστά». Ο Νίκος στην αρχή γελούσε με τα σχόλιά της, αλλά σιγά-σιγά άρχισε να τα παίρνει στα σοβαρά. Έβλεπα το βλέμμα του να αλλάζει κάθε φορά που μιλούσε για μένα. Έβλεπα την απογοήτευση στα μάτια του.

Ένα βράδυ, ενώ έπλενα τα πιάτα, τον άκουσα να μιλάει με τη μητέρα του στην κουζίνα.

«Δεν ξέρω τι της συμβαίνει», της έλεγε. «Όλα τα αφήνει στη μέση. Τα παιδιά είναι συνέχεια άρρωστα. Το σπίτι χάλια».

Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Δεν ήμουν ποτέ τέλεια, αλλά προσπαθούσα όσο μπορούσα. Δούλευα σε ένα φροντιστήριο τα απογεύματα για να βοηθήσω στα έξοδα. Τα πρωινά έτρεχα πίσω από τα παιδιά, το σπίτι, τις υποχρεώσεις. Πότε πρόλαβα να γίνω τόσο ανεπαρκής στα μάτια του;

Τις επόμενες μέρες, ο Νίκος άρχισε να γίνεται πιο απόμακρος. Μιλούσε κοφτά, με διόρθωνε μπροστά στα παιδιά. «Άσε με να το κάνω εγώ», έλεγε όταν προσπαθούσα να ντύσω τον Γιώργο. «Δεν ξέρεις πώς να τον ηρεμήσεις». Η Άννα με κοιτούσε με μεγάλα μάτια γεμάτα απορία.

Ένα απόγευμα, καθώς έπαιζα μαζί τους στο σαλόνι, μπήκε η κυρία Μαρία με ένα βλέμμα γεμάτο επικριτικότητα.

«Τα παιδιά πρέπει να κοιμούνται τέτοια ώρα», είπε αυστηρά. «Δεν έχεις πρόγραμμα καθόλου».

Προσπάθησα να χαμογελάσω. «Ήθελαν να παίξουν λίγο ακόμα».

Με διέκοψε απότομα: «Αν δεν μπορείς να τα βάλεις σε τάξη, πες το στον Νίκο. Εκείνος ξέρει καλύτερα».

Το ίδιο βράδυ, όταν ο Νίκος γύρισε σπίτι, του μίλησα για πρώτη φορά ανοιχτά.

«Νιώθω ότι δεν με στηρίζεις πια», του είπα χαμηλόφωνα. «Όλα όσα κάνω είναι λάθος στα μάτια σας».

Με κοίταξε ψυχρά. «Ίσως αν προσπαθούσες περισσότερο…»

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια ⬇

«Δεν το πιστεύω, γιαγιά! Πώς μπόρεσες;» φώναξα, νιώθοντας το αίμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό μου. Η φωνή μου έσπασε τη σιω...
10/08/2025

«Δεν το πιστεύω, γιαγιά! Πώς μπόρεσες;» φώναξα, νιώθοντας το αίμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό μου. Η φωνή μου έσπασε τη σιωπή του σαλονιού, εκείνο το βράδυ που όλα άλλαξαν. Η γιαγιά Σοφία καθόταν στην παλιά της πολυθρόνα, με τα χέρια σταυρωμένα και το βλέμμα χαμηλωμένο. Ο Νίκος, ο αδερφός μου, στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, με τα χέρια στις τσέπες και ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη.

«Ελένη, παιδί μου, δεν είναι τόσο απλό όσο νομίζεις», είπε η γιαγιά με μια φωνή που έτρεμε. «Το σπίτι… το έγραψα στον κύριο Παναγιώτη. Ήταν ανάγκη.»

Ένιωσα να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Το σπίτι αυτό ήταν η ζωή μας. Εκεί μεγάλωσα, εκεί έμαθα να περπατάω, να γελάω, να κλαίω. Κάθε γωνιά είχε μια ανάμνηση – από τα καλοκαίρια που μαζεύαμε σύκα στην αυλή μέχρι τις χειμωνιάτικες νύχτες που ακούγαμε ιστορίες δίπλα στη σόμπα.

«Ποιος είναι αυτός ο Παναγιώτης;» ρώτησα με δάκρυα στα μάτια. Ο Νίκος γέλασε πικρά.

«Μην κάνεις έτσι, Ελένη. Πάντα ήσουν υπερβολική. Η γιαγιά ξέρει τι κάνει.»

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Θυμήθηκα όλες εκείνες τις φορές που έμεινα δίπλα στη γιαγιά όταν ήταν άρρωστη, που της μαγείρευα, που της κρατούσα το χέρι όταν φοβόταν τη μοναξιά. Ο Νίκος πάντα έβρισκε δικαιολογίες – δουλειά, φίλοι, ταξίδια. Ήμουν εγώ αυτή που έμεινα.

Η γιαγιά με κοίταξε στα μάτια. «Ελένη μου… Ο Παναγιώτης με βοήθησε όταν κανείς άλλος δεν ήταν εδώ. Όταν έπεσα και χτύπησα, εκείνος με πήγε στο νοσοκομείο. Εσείς… είχατε τις ζωές σας.»

Ένιωσα ένα μαχαίρι στην καρδιά. «Δεν ήμουν εδώ; Δεν ήμουν εγώ που…»

«Φτάνει!» φώναξε ο Νίκος. «Αρκετά με τα δράματα! Το σπίτι είναι δικό της, ας κάνει ό,τι θέλει.»

Έφυγα τρέχοντας από το δωμάτιο. Βγήκα στην αυλή και κάθισα στο παγκάκι κάτω από τη λεμονιά. Τα φώτα της πόλης άστραφταν μακριά. Θυμήθηκα τον παππού μου να κάθεται εδώ τα καλοκαιρινά βράδια και να μου λέει: «Η οικογένεια είναι πάνω απ’ όλα». Μα τώρα; Τι απέμεινε;

Τις επόμενες μέρες το σπίτι γέμισε ψιθύρους και σιωπές. Η μαμά μου, η κυρία Μαρία, προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες.

«Ελένη μου, μην το παίρνεις κατάκαρδα», μου είπε ένα πρωί στην κουζίνα. «Η μάνα μου έχει τους λόγους της.»

«Ποιοι λόγοι; Να μας τιμωρήσει; Να μας δείξει ότι δεν αξίζουμε τίποτα;»

Η μαμά χαμήλωσε το βλέμμα. «Όλοι κάνουμε λάθη…»

Ο Νίκος άρχισε να φέρνει τον Παναγιώτη στο σπίτι. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα, με σκληρό πρόσωπο και μάτια που δεν χαμογελούσαν ποτέ. Μιλούσε λίγο, αλλά όταν μιλούσε, όλοι σιωπούσαν.

🔽 Δες τη συνέχεια στα σχόλια ⬇

«Μαμά, δεν καταλαβαίνεις! Δεν είναι όπως νομίζεις!»Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, γεμάτη θυμό και απόγνωσ...
09/08/2025

«Μαμά, δεν καταλαβαίνεις! Δεν είναι όπως νομίζεις!»

Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, γεμάτη θυμό και απόγνωση. Στεκόμουν μπροστά του, στην κουζίνα του παλιού μας διαμερίσματος στην Κυψέλη, με τα χέρια μου να τρέμουν. Ήταν βράδυ, κι έξω η βροχή χτυπούσε τα παράθυρα σαν να ήθελε να μπει μέσα και να ξεπλύνει όλη την πίκρα που είχε μαζευτεί ανάμεσά μας.

«Τι δεν καταλαβαίνω, παιδί μου; Ότι σου έδωσα τα πάντα και τώρα με πετάς έξω;» Η φωνή μου έσπασε. Δεν ήμουν ποτέ δυνατή στις συγκρούσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωθα πως όλη μου η ζωή κρεμόταν από μια κλωστή.

Ο Νίκος γύρισε το βλέμμα αλλού. «Δεν σε πετάω έξω, απλά… Δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι. Το σπίτι είναι στο όνομά μου τώρα, το ξέρεις. Έχω κι εγώ τη ζωή μου.»

Πώς φτάσαμε εδώ; Πριν λίγα χρόνια, ήμασταν μια οικογένεια που πάλευε μαζί. Ο άντρας μου, ο Γιώργος, πέθανε ξαφνικά από έμφραγμα όταν ο Νίκος ήταν μόλις δεκαοκτώ. Έμεινα μόνη να μεγαλώσω το παιδί μου, να δουλεύω διπλοβάρδιες στο σούπερ μάρκετ για να μη του λείψει τίποτα. Όλα τα όνειρά μου ήταν δεμένα με τον Νίκο – να σπουδάσει, να κάνει οικογένεια, να είναι ευτυχισμένος.

Όταν ήρθε η ώρα να μεταβιβάσω το σπίτι, δεν το σκέφτηκα δεύτερη φορά. «Είναι για το καλό του», έλεγα στη φίλη μου τη Σοφία. «Να έχει ένα κεφάλι πάνω από το κεφάλι του.» Εκείνη με κοίταζε με ανησυχία. «Μαρία, πρόσεχε. Τα παιδιά αλλάζουν όταν μεγαλώνουν.»

Δεν την άκουσα. Πίστευα πως ο Νίκος ήταν διαφορετικός.

Τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν όταν γνώρισε τη Δέσποινα. Μια κοπέλα όμορφη, δυναμική, αλλά με βλέμμα που σε ζύγιζε από πάνω μέχρι κάτω. Από την αρχή ένιωσα πως δεν με ήθελε στη ζωή τους. Ο Νίκος άλλαξε – έγινε πιο απόμακρος, πιο νευρικός. Οι καβγάδες άρχισαν για μικροπράγματα: γιατί μπήκα στο δωμάτιό του χωρίς να χτυπήσω, γιατί ρώτησα αν θα φάει μαζί μας.

Ένα βράδυ, άκουσα τη Δέσποινα να του λέει ψιθυριστά: «Δεν μπορείς να ζεις για πάντα με τη μάνα σου. Πότε θα κάνουμε κι εμείς τη δική μας ζωή;»

Το επόμενο πρωί, ο Νίκος μου ζήτησε να μεταβιβάσω το σπίτι στο όνομά του. «Για να μπορέσουμε να πάρουμε δάνειο, μαμά. Θα το γράψω και σε σένα, μην ανησυχείς.»

Υπέγραψα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν ο γιος μου – τι κακό θα μπορούσε να μου κάνει;

Λίγους μήνες μετά, όλα άλλαξαν. Η Δέσποινα έμεινε έγκυος και ξαφνικά βρέθηκα ξένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Μου ζητούσαν να μην κάνω θόρυβο, να μην ανακατεύομαι στη διακόσμηση, να μην λέω τη γνώμη μου για τίποτα.

Ένα βράδυ, καθώς καθάριζα το τραπέζι, άκουσα τον Νίκο να λέει: «Μαμά, πρέπει να φύγεις για λίγο. Η Δέσποινα χρειάζεται ηρεμία.»

«Πού να πάω;» ρώτησα σαστισμένη.

👇 Ρίξε μια ματιά στα σχόλια για τη συνέχεια 👇

«Δεν το πιστεύω, Μαρία! Δεν το πιστεύω!» φώναξε ο άντρας μου, ο Νίκος, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. Τα ποτήρια έτρ...
09/08/2025

«Δεν το πιστεύω, Μαρία! Δεν το πιστεύω!» φώναξε ο άντρας μου, ο Νίκος, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι. Τα ποτήρια έτριξαν και η μικρή μας κόρη, η Ελένη, πετάχτηκε τρομαγμένη από τον καναπέ. Εγώ απλώς στεκόμουν εκεί, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, προσπαθώντας να καταλάβω πώς φτάσαμε ως εδώ.

Η πεθερά μου, η κυρία Σοφία, είχε μόλις διαβάσει τη διαθήκη της μπροστά σε όλη την οικογένεια. Ήταν μια σκηνή που θα μπορούσε να είχε βγει από παλιά ελληνική ταινία: όλοι μαζεμένοι στο σαλόνι της, με τα βλέμματα γεμάτα προσδοκία και αγωνία. Ο δικηγόρος της, ο κύριος Παπαδόπουλος, διάβαζε με ψυχρή φωνή: «Το σπίτι στη Βούλα περνάει στον γιο μου, τον Γιώργο». Ο Γιώργος, ο μικρός αδελφός του Νίκου, χαμογέλασε αμήχανα. Ο Νίκος έμεινε άφωνος.

«Και σε μένα; Σε μένα τίποτα;» ρώτησε ο Νίκος με σπασμένη φωνή. Η πεθερά μου απέφυγε το βλέμμα του. «Νίκο μου, εσύ έχεις ήδη τη δική σου οικογένεια, το δικό σου σπίτι... Ο Γιώργος είναι μόνος του ακόμα. Έχει ανάγκη.»

Ένιωσα ένα κύμα οργής να με πλημμυρίζει. Πόσα χρόνια σταθήκαμε δίπλα της; Πόσες φορές αφήσαμε τα πάντα για να τη φροντίσουμε όταν αρρώστησε; Θυμήθηκα τις νύχτες που ξενυχτούσα στο νοσοκομείο μαζί της, όταν ο Γιώργος ήταν άφαντος. Θυμήθηκα τα Χριστούγεννα που μαγειρεύαμε μαζί για όλη την οικογένεια, ενώ εκείνος πήγαινε διακοπές με τους φίλους του.

«Δεν είναι δίκαιο αυτό, μαμά», είπα τελικά με τρεμάμενη φωνή. Η κυρία Σοφία με κοίταξε αυστηρά. «Εσύ, Μαρία, δεν είσαι παιδί μου. Μην ανακατεύεσαι.» Τα λόγια της ήταν σαν μαχαίρι στην καρδιά. Τόσα χρόνια προσπάθησα να γίνω κομμάτι αυτής της οικογένειας και τώρα ένιωθα ξένη.

Ο Νίκος σηκώθηκε απότομα. «Γιώργο, εσύ το ήξερες;» Ο Γιώργος σήκωσε τους ώμους. «Όχι, αδερφέ. Δεν ήξερα τίποτα. Αλλά... τι να κάνω;»

Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Η μικρή Ελένη έκλαιγε σιωπηλά στην αγκαλιά μου. Ο πεθερός μου είχε φύγει από τη ζωή πριν χρόνια – αν ζούσε, ίσως τα πράγματα να ήταν αλλιώς.

Το βράδυ, όταν επιστρέψαμε στο σπίτι μας στο Περιστέρι, ο Νίκος ήταν βουβός. Κάθισε στην κουζίνα και άναψε τσιγάρο – κάτι που είχε κόψει εδώ και χρόνια. «Δεν μπορώ να το χωνέψω», είπε τελικά. «Όλα αυτά τα χρόνια... Γιατί;»

Τον πλησίασα και του έπιασα το χέρι. «Δεν έχει σημασία το σπίτι, Νίκο. Εμείς έχουμε ο ένας τον άλλον.» Αλλά ήξερα πως δεν ήταν τόσο απλό. Στην Ελλάδα, το σπίτι είναι κάτι παραπάνω από περιουσία – είναι ρίζες, είναι τιμή, είναι η συνέχεια της οικογένειας.

Τις επόμενες μέρες η ένταση μεγάλωσε. Η πεθερά μου δεν απαντούσε στα τηλέφωνα μας. Ο Γιώργος απέφευγε να μας συναντήσει. Οι συγγενείς άρχισαν να ψιθυρίζουν: «Η Σοφία πάντα είχε αδυναμία στον μικρό», «Ο Νίκος ήταν πάντα πιο ανεξάρτητος», «Η Μαρία ποτέ δεν την κέρδισε πραγματικά».

Ένιωθα τα βλέμματα πάνω μου όταν πήγα στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς. Η κυρία Κατερίνα, που ήξερε τα πάντα για όλους, με ρώτησε δήθεν αδιάφορα: «Τι έγινε τελικά με το σπίτι στη Βούλα;» Ένιωσα τα μάγουλά μου να καίνε από ντροπή.

Στο σχολείο της Ελένης, μια άλλη μαμά –η Δήμητρα– με πλησίασε: «Άκουσα ότι η πεθερά σου άφησε όλη την περιουσία στον κουνιάδο σου... Πώς το αντέχεις;» Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Ένιωθα προδομένη όχι μόνο από την πεθερά μου αλλά και από όλη την κοινωνία που περίμενε να αντιδράσω με αξιοπρέπεια.

Ο Νίκος βυθίστηκε στη σιωπή του. Άρχισε να δουλεύει περισσότερο, να λείπει ώρες από το σπίτι. Τα βράδια καθόμουν μόνη στην κουζίνα και σκεφτόμουν όλα όσα είχαμε κάνει για αυτή την οικογένεια – και πώς όλα γκρεμίστηκαν μέσα σε ένα απόγευμα.

Μια μέρα αποφάσισα να πάω να βρω την κυρία Σοφία. Χτύπησα την πόρτα της με τρεμάμενα χέρια. Άνοιξε και με κοίταξε ψυχρά.

📖 Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ! 👇

«Μαμά, δεν αντέχω άλλο. Συγγνώμη, αλλά πρέπει να σου πάρω τα κλειδιά του σπιτιού μας». Η φωνή μου έτρεμε, τα χέρια μου ί...
09/08/2025

«Μαμά, δεν αντέχω άλλο. Συγγνώμη, αλλά πρέπει να σου πάρω τα κλειδιά του σπιτιού μας». Η φωνή μου έτρεμε, τα χέρια μου ίδρωναν. Η μητέρα μου, η Ελένη, με κοίταξε με μάτια γεμάτα απορία και πίκρα. Πίσω μου, η Άννα, η γυναίκα μου, στεκόταν αμίλητη, με τα χέρια σφιγμένα στο στήθος της. Ήξερα πως αυτή η στιγμή θα άλλαζε για πάντα τη ζωή μας.

«Τι λες, Μάρκο; Εγώ είμαι η μάνα σου! Πώς μπορείς να μου το ζητάς αυτό;» Η φωνή της έσπασε. Για μια στιγμή ένιωσα σαν μικρό παιδί που έκανε κάτι τρομερό. Αλλά ήμουν πια άντρας, πατέρας δύο παιδιών, και ήξερα πως αν δεν έβαζα όρια, όλα θα κατέρρεαν.

Η ζωή μας στην Καλλιθέα δεν ήταν ποτέ εύκολη. Μεγάλωσα σε μια πολυκατοικία γεμάτη φωνές, μυρωδιές από γεμιστά και ήχους από τηλεοράσεις που έπαιζαν ασταμάτητα. Ο πατέρας μου πέθανε νωρίς – ήμουν μόλις δεκατριών. Η μάνα μου έγινε τα πάντα: μάνα, πατέρας, φίλη, εχθρός. Με έπνιγε με την αγάπη της, με έπνιγε με τις προσδοκίες της.

Όταν γνώρισα την Άννα στη σχολή, ήταν σαν να άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο. Ήταν δυναμική, γελαστή, γεμάτη όνειρα. Την ερωτεύτηκα αμέσως. Η μάνα μου δεν την συμπάθησε ποτέ πραγματικά. «Δεν είναι για σένα αυτή», έλεγε συχνά. «Δεν ξέρει να κρατάει σπίτι, δεν ξέρει να μαγειρεύει κανένα φαγητό της προκοπής». Κι όμως, εγώ ήξερα πως η Άννα ήταν το άλλο μου μισό.

Παντρευτήκαμε σε μια μικρή εκκλησία στον Νέο Κόσμο. Η μάνα μου έκλαιγε – όχι από χαρά. Από τότε ξεκίνησε ο αληθινός αγώνας. Η Ελένη ερχόταν κάθε μέρα στο σπίτι μας χωρίς να χτυπήσει κουδούνι. Άνοιγε με τα δικά της κλειδιά – «Για να βοηθήσω», έλεγε. Έφερνε φαγητά, καθάριζε, άλλαζε θέση στα πράγματα. Στην αρχή η Άννα προσπαθούσε να το δεχτεί. Μετά άρχισε να θυμώνει.

«Μάρκο, δεν μπορώ άλλο! Δεν είμαι καλή αρκετά για τη μάνα σου; Γιατί πρέπει να νιώθω ξένη στο ίδιο μου το σπίτι;»

Πόσες φορές ξύπνησα μέσα στη νύχτα από τους καβγάδες τους; Πόσες φορές βρέθηκα ανάμεσα σε δύο γυναίκες που αγαπούσα όσο τίποτα; Ένιωθα σαν σχοινί που τραβιέται από δύο άκρες.

Τα παιδιά μας γεννήθηκαν – πρώτα ο Γιώργος, μετά η Μαρία. Η μάνα μου ήθελε να μεγαλώσει τα εγγόνια της «σωστά». «Άφησέ με να τους δείξω τι σημαίνει ελληνική οικογένεια», έλεγε. Η Άννα έκλαιγε κρυφά στο μπάνιο.

Ένα βράδυ γύρισα σπίτι και βρήκα την Άννα να μαζεύει βαλίτσες.

«Φεύγω, Μάρκο. Δεν αντέχω άλλο. Ή εγώ ή η μάνα σου».

Ένιωσα το στομάχι μου να δένεται κόμπος. Την παρακάλεσα να μείνει. Της υποσχέθηκα πως θα αλλάξω τα πάντα. Αλλά μέσα μου ήξερα πως αν δεν έπαιρνα θέση, θα έχανα τα πάντα.

Την επόμενη μέρα κάλεσα τη μάνα μου για καφέ.

«Μαμά, πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά», της είπα.

«Τι έγινε πάλι; Η Άννα σε βάζει να μιλήσεις;»

«Όχι, μαμά. Εγώ το θέλω αυτό. Δεν μπορείς πια να μπαίνεις στο σπίτι μας όποτε θέλεις. Πρέπει να σεβαστείς τη ζωή μας».

📌 Η ιστορία συνεχίζεται στα σχόλια 👇

«Μαμά, σε παρακαλώ, σκέψου το λίγο ακόμα…» Η φωνή της Μαρίας έτρεμε, γεμάτη αγωνία, καθώς καθόταν απέναντί μου στο τραπέ...
09/08/2025

«Μαμά, σε παρακαλώ, σκέψου το λίγο ακόμα…» Η φωνή της Μαρίας έτρεμε, γεμάτη αγωνία, καθώς καθόταν απέναντί μου στο τραπέζι της κουζίνας. Ο ήλιος έμπαινε λοξά από το παράθυρο, φωτίζοντας το πρόσωπό της, κι εγώ ένιωθα το βάρος των χρόνων να πέφτει στους ώμους μου. Ο Νίκος, ο άντρας μου, στεκόταν σιωπηλός στη γωνία, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ήξερα πως μέσα του έβραζε, αλλά δεν ήθελε να μιλήσει μπροστά στη Μαρία.

«Δεν είναι τόσο απλό, παιδί μου», της απάντησα χαμηλόφωνα. «Αυτό το σπίτι… το χτίζαμε δώδεκα χρόνια. Ήταν το όνειρό μας. Το λιμάνι μας για όταν γεράσουμε.»

Η Μαρία δάγκωσε τα χείλη της. «Ξέρω, μαμά. Αλλά κι εγώ… κι ο Πέτρος… Δεν έχουμε πού να πάμε. Τα ενοίκια στην Αθήνα είναι τρελά. Θέλουμε να κάνουμε οικογένεια, να μείνουμε κοντά σας. Δεν σας ζητάω να φύγετε. Απλώς… να μας αφήσετε τον πάνω όροφο.»

Ο Νίκος αναστέναξε βαριά. «Και τι θα γίνει αν αύριο-μεθαύριο τα χαλάσετε; Αν ο Πέτρος βρει δουλειά αλλού; Θα μείνουμε εμείς ξεκρέμαστοι;»

Η Μαρία γύρισε προς τον πατέρα της με μάτια βουρκωμένα. «Μπαμπά, δεν θα φύγουμε. Σας το υπόσχομαι. Θέλω να είμαστε όλοι μαζί.»

Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Θυμήθηκα τα χρόνια που μαζεύαμε ευρώ-ευρώ για να ρίξουμε τα θεμέλια. Τα καλοκαίρια που δουλεύαμε στα χωράφια του θείου Κώστα για να πληρώσουμε τους μαστόρους. Τις νύχτες που ξυπνούσα ιδρωμένη από το άγχος μήπως δεν φτάσουν τα λεφτά.

«Μαρία μου…» ψιθύρισα. «Δεν είναι θέμα μόνο χρημάτων. Είναι… είναι που αυτό το σπίτι είναι το καταφύγιό μας. Το μόνο που έχουμε.»

Η Μαρία σηκώθηκε απότομα και ήρθε κοντά μου. Έπιασε τα χέρια μου σφιχτά. «Μαμά, δεν θέλω να σας πάρω τίποτα. Θέλω απλώς να ξεκινήσω τη ζωή μου εδώ, δίπλα σας. Εσύ δεν έλεγες πάντα πως η οικογένεια πρέπει να μένει ενωμένη;»

Ένιωσα ένα κύμα ενοχής να με πλημμυρίζει. Πόσες φορές δεν είχα πει στη Μαρία πως η οικογένεια είναι πάνω απ’ όλα; Πόσες φορές δεν είχα ονειρευτεί να γεμίσει το σπίτι με παιδικές φωνές;

Ο Νίκος όμως δεν υποχωρούσε. «Και τι θα πει ο αδερφός σου; Ο Γιώργος; Αυτός μένει ακόμα στο εξωτερικό, αλλά αν μάθει ότι δώσαμε το σπίτι στη Μαρία, θα γίνει χαμός.»

Η Μαρία έσφιξε τα δόντια της. «Ο Γιώργος έχει τη ζωή του στη Γερμανία! Εδώ δεν πατάει ούτε για διακοπές! Γιατί να του καίγεται καρφί;»

«Είναι το δίκαιο, Μαρία», είπα ήρεμα εγώ. «Όταν φύγουμε εμείς, το σπίτι πρέπει να μοιραστεί στα δύο.»

Η Μαρία άφησε τα χέρια μου και έκανε δυο βήματα πίσω. «Άρα δηλαδή… προτιμάτε να μείνω σε ένα δυάρι με τον Πέτρο και να πληρώνω ενοίκιο σε ξένους, παρά να ζήσουμε όλοι μαζί εδώ;»

Η φωνή της έσπασε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ένιωσα ένα μαχαίρι στην καρδιά.

«Δεν είναι έτσι…» προσπάθησα να πω, αλλά η Μαρία είχε ήδη φύγει τρέχοντας από την κουζίνα.

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια ⬇

«Ξέχνα τα λεφτά, Μαρία. Ο πατέρας σου μας βοηθάει με τα παιδιά τόσα χρόνια – ας το θεωρήσουμε πληρωμένο.»Η φωνή του Νίκο...
09/08/2025

«Ξέχνα τα λεφτά, Μαρία. Ο πατέρας σου μας βοηθάει με τα παιδιά τόσα χρόνια – ας το θεωρήσουμε πληρωμένο.»

Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου, γεμάτη ένταση και μια δόση παραίτησης. Στεκόμουν μπροστά του στην κουζίνα μας, τα χέρια μου σφιγμένα γύρω από μια κούπα καφέ που είχε παγώσει εδώ και ώρα. Τα παιδιά έπαιζαν στο σαλόνι, αλλά εγώ ήμουν παγιδευμένη σ’ εκείνη τη φράση. Πώς γίνεται να ξεχάσω τόσα λεφτά; Πώς γίνεται να ξεχάσω τις υποσχέσεις;

«Δεν είναι τόσο απλό, Νίκο. Ξέρεις πόσο δυσκολευόμαστε τελευταία. Δεν μπορώ να κάνω πως δεν έγινε τίποτα.»

Ο Νίκος αναστέναξε, τρίβοντας το μέτωπό του. «Μαρία, ο πατέρας σου μας έχει σταθεί. Χωρίς αυτόν, δεν θα μπορούσαμε να δουλεύουμε και οι δύο. Δεν θα είχαμε ποτέ δει μια βραδινή έξοδο χωρίς να ανησυχούμε για τα παιδιά. Δεν είναι κι αυτό μια μορφή αποπληρωμής;»

Ένιωσα ένα κύμα ενοχής να με πνίγει. Ήξερα πως είχε δίκιο – ο πατέρας μου, ο κύριος Γιώργος, ήταν πάντα εκεί. Από τότε που γεννήθηκε ο μικρός μας, ο Αντώνης, ερχόταν κάθε πρωί στο σπίτι, έπαιζε μαζί τους, τους διάβαζε παραμύθια, τους πήγαινε βόλτα στη γειτονιά. Όμως το χρέος παρέμενε – 12.000 ευρώ που του δώσαμε όταν άνοιξε εκείνο το μικρό καφενείο στο Παγκράτι.

Θυμάμαι ακόμα τη μέρα που μας το ζήτησε. Καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας του, η μαμά είχε φτιάξει γιουβαρλάκια και ο πατέρας μου μιλούσε με ενθουσιασμό για το όνειρό του. «Θα είναι κάτι δικό μου, Μαρία. Θα σας κάνω περήφανους.» Ο Νίκος κι εγώ είχαμε μαζέψει αυτά τα λεφτά με κόπο – χρόνια αποταμίευσης, λίγα-λίγα από κάθε μισθό. Δεν διστάσαμε ούτε στιγμή.

«Θα στα επιστρέψω το πολύ σε έναν χρόνο», είχε πει.

Πέρασαν τέσσερα χρόνια.

Το καφενείο έκλεισε μέσα σε δύο. Η κρίση, τα ενοίκια, οι λογαριασμοί… Ο πατέρας μου δεν μιλούσε πια για όνειρα. Μόνο για λογαριασμούς και για το πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα στην Ελλάδα σήμερα.

Κι εγώ; Εγώ έμεινα με μια πίκρα που δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ. Δεν ήθελα να τον πιέσω – τον έβλεπα να λυγίζει κάθε μέρα λίγο περισσότερο. Αλλά τώρα που ο Νίκος έχασε τη δουλειά του και εγώ δουλεύω διπλοβάρδιες σε ένα φροντιστήριο αγγλικών, κάθε ευρώ μετράει.

«Μαμά!» φώναξε η μικρή Ελένη από το σαλόνι. «Ο παππούς ήρθε!»

Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Ο πατέρας μου μπήκε χαμογελαστός, κρατώντας μια σακούλα με πορτοκάλια από τη λαϊκή.

«Καλημέρα, παιδιά! Έφερα φρέσκα πορτοκάλια για τους μικρούς μου!»

Ο Νίκος τον χαιρέτησε ψυχρά – δεν μπορούσε να κρύψει την ενόχλησή του πια. Εγώ προσπάθησα να χαμογελάσω.

«Πατέρα… μπορούμε να μιλήσουμε λίγο;»

🔽 Δες τη συνέχεια στα σχόλια ⬇

«Μαρία, πρέπει να μιλήσουμε.»Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μην πέρασε ούτε λεπτό από εκείνο το βρ...
08/08/2025

«Μαρία, πρέπει να μιλήσουμε.»

Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μην πέρασε ούτε λεπτό από εκείνο το βράδυ. Ήταν τα εξήντα μου γενέθλια. Το σπίτι μύριζε βασιλικό και φρεσκοψημένο ψωμί, τα εγγόνια έτρεχαν γύρω από το τραπέζι, κι εγώ, με το καλό μου φόρεμα, περίμενα να σβήσω τα κεράκια με μια ευχή: να μείνουμε ενωμένοι, όπως τόσα χρόνια.

Ο Νίκος στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, κρατώντας έναν λευκό φάκελο. «Χρόνια πολλά, Μαρία», είπε ψυχρά και μου τον έδωσε. Χαμογέλασα αμήχανα. «Τι είναι;» ρώτησα. «Θα δεις», απάντησε και απομακρύνθηκε.

Άνοιξα τον φάκελο με λαχτάρα. Περίμενα εισιτήρια για το θέατρο ή ένα σαββατοκύριακο στη Μονεμβασιά – πάντα ήθελα να πάω. Αντί γι’ αυτό, βρήκα τα χαρτιά του διαζυγίου. Η καρδιά μου βούλιαξε. Τα γράμματα χόρευαν μπροστά στα μάτια μου. «Δεν μπορεί…» ψιθύρισα. Κοίταξα γύρω μου: τα παιδιά γελούσαν, η αδερφή μου έφερνε το γλυκό, κι εγώ ένιωθα να πνίγομαι.

«Νίκο, τι είναι αυτά;» φώναξα τρέμοντας. Εκείνος δεν γύρισε καν να με κοιτάξει. «Δεν αντέχω άλλο, Μαρία. Θέλω να χωρίσουμε.»

Η φωνή μου έσπασε. «Μετά από σαράντα χρόνια; Σήμερα;»

«Δεν έχει σημασία η μέρα», είπε ψυχρά. «Έτσι κι αλλιώς, όλα τελείωσαν εδώ και καιρό.»

Ένιωσα να καταρρέω. Τα παιδιά μας, η Ελένη και ο Γιώργος, με κοίταξαν απορημένα. «Μαμά;» ρώτησε η Ελένη διστακτικά. Δεν ήξερα τι να πω. Ήθελα να ουρλιάξω, να πετάξω τον φάκελο από το παράθυρο, να ξυπνήσω από αυτόν τον εφιάλτη.

Το βράδυ εκείνο πέρασε σαν θολή σκιά. Όλοι έφυγαν νωρίς, με αμήχανα βλέμματα και ψεύτικα χαμόγελα. Έμεινα μόνη στην κουζίνα, με τα άδεια ποτήρια και τα μισοφαγωμένα κομμάτια τούρτας. Ο Νίκος είχε ήδη φύγει – δεν ξέρω πού πήγε, ούτε με νοιάζει πια.

Τις επόμενες μέρες, το σπίτι ήταν βουβό. Η Ελένη ερχόταν κάθε πρωί να με δει. «Μαμά, πρέπει να φας», έλεγε και μου άφηνε ένα πιάτο φακές στο τραπέζι. Ο Γιώργος τηλεφωνούσε από τη Θεσσαλονίκη: «Μάνα, είσαι καλά; Θες να κατέβω;» Δεν ήθελα τίποτα. Μόνο να κοιμηθώ και να ξυπνήσω σε μια άλλη ζωή.

Η αδερφή μου, η Κατερίνα, προσπαθούσε να με συνεφέρει. «Μαρία, δεν είσαι μόνη σου», έλεγε αυστηρά. «Όλες περάσαμε δύσκολα με τους άντρες μας. Εσύ τουλάχιστον έχεις τα παιδιά σου.» Την άκουγα χωρίς να απαντώ. Τι σημασία είχαν όλα αυτά; Εγώ ήθελα τον Νίκο πίσω – ή μάλλον, ήθελα πίσω τη ζωή που νόμιζα πως είχα.

Τα βράδια δεν κοιμόμουν. Γύριζα στο κρεβάτι και σκεφτόμουν τα πάντα: πότε χάσαμε ο ένας τον άλλον; Πότε σταμάτησε να με αγαπάει; Θυμήθηκα τις Κυριακές στο χωριό της μάνας του, τις διακοπές στη Νάξο όταν τα παιδιά ήταν μικρά, τις ατελείωτες κουβέντες στη βεράντα με ένα ποτήρι κρασί.

Κάποιο βράδυ δεν άντεξα άλλο και του τηλεφώνησα.

«Νίκο… γιατί;»

👇 Ρίξε μια ματιά στα σχόλια για τη συνέχεια 👇

Address

Ioánnina

Alerts

Be the first to know and let us send you an email when Anemos posts news and promotions. Your email address will not be used for any other purpose, and you can unsubscribe at any time.

Share