Anemos

Anemos Αληθινές ιστορίες από τα Βαλκάνια – Μείνε κοντά μας! 👉

«Καλημέρα, κυρία Ελένη;» Η φωνή ήταν γυναικεία, νεανική, με μια ελαφριά προφορά, ίσως από τη Βόρεια Ελλάδα. Το κινητό χτ...
23/12/2025

«Καλημέρα, κυρία Ελένη;» Η φωνή ήταν γυναικεία, νεανική, με μια ελαφριά προφορά, ίσως από τη Βόρεια Ελλάδα. Το κινητό χτυπούσε επίμονα, ενώ τα χέρια μου ήταν ακόμα βρεγμένα από το πλύσιμο των πιάτων. «Ναι, μιλάτε με την Ελένη. Ποια είστε;» ρώτησα, προσπαθώντας να θυμηθώ αν είχα ξεχάσει κάποιο ραντεβού ή αν ήταν κάποια μαμά από το σχολείο του μικρού.

«Σας παρακαλώ, μην κλείσετε. Είναι σημαντικό. Έχω παιδί με τον άντρα σας.»

Στην αρχή νόμιζα ότι άκουσα λάθος. Μετά σκέφτηκα ότι κάποιος μου κάνει κακόγουστη φάρσα. Αλλά η φωνή της δεν έτρεμε, δεν γελούσε. Ήταν σταθερή, σχεδόν θλιμμένη. «Τι είπατε;» ψιθύρισα, νιώθοντας το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου.

«Σας ζητώ συγγνώμη που σας το λέω έτσι. Δεν ήθελα να σας πληγώσω, αλλά δεν μπορώ άλλο να ζω στο ψέμα. Ο Γιάννης είναι ο πατέρας της κόρης μου.»

Έκλεισα τα μάτια. Ο Γιάννης. Ο άντρας μου εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Ο πατέρας των δύο παιδιών μας. Ο άνθρωπος που πίστευα ότι ήξερα καλύτερα από τον καθένα. Πόσες φορές είχαμε μιλήσει για ειλικρίνεια; Πόσες φορές είχαμε γελάσει με τα «μυστικά» των άλλων ζευγαριών;

«Δεν σας πιστεύω», κατάφερα να πω, αν και μέσα μου κάτι είχε ήδη σπάσει. «Αν θέλετε να μιλήσουμε, ελάτε να τα πείτε μπροστά του.»

Η γυναίκα συμφώνησε αμέσως. «Όποτε θέλετε. Δεν έχω τίποτα να κρύψω.»

Έκλεισα το τηλέφωνο και στάθηκα ακίνητη στη μέση της κουζίνας. Τα παιδιά έπαιζαν στο σαλόνι, γελούσαν αμέριμνα. Ένιωσα ξαφνικά ξένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.

Το βράδυ, όταν ο Γιάννης γύρισε από τη δουλειά, τον περίμενα στην κουζίνα. «Πρέπει να μιλήσουμε», του είπα χωρίς να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχος.

«Με πήρε μια γυναίκα τηλέφωνο. Μου είπε ότι έχει παιδί μαζί σου.»

Η σιωπή του κράτησε αιώνες. Τον κοίταξα και είδα στα μάτια του κάτι που δεν είχα ξαναδεί: φόβο και ντροπή.

«Ελένη…» ψιθύρισε, «ήθελα να σου το πω… Δεν ήξερα πώς…»

«Πόσο καιρό;»

«Τρία χρόνια.»

Ένιωσα να καταρρέω. Τρία χρόνια ψέματα. Τρία χρόνια που κοιμόταν δίπλα μου και κάθε πρωί με φιλούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

«Γιατί;» φώναξα. «Γιατί σε εμάς; Στα παιδιά μας;»

«Δεν ξέρω… Ήταν μια στιγμή αδυναμίας… Δεν την αγαπάω… Εσένα αγαπάω…»

Τα λόγια του με πλήγωναν περισσότερο από την ίδια την προδοσία. Γιατί αν με αγαπούσε, γιατί το έκανε; Γιατί δεν μου είπε τίποτα;

Τις επόμενες μέρες ζούσα σαν φάντασμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Η μητέρα μου με πήρε τηλέφωνο: «Τι έχεις, κορίτσι μου; Ακούγεσαι χάλια.» Δεν ήξερα τι να της πω. Πώς να της εξηγήσω ότι ο γαμπρός της είχε άλλη οικογένεια;

Ο πατέρας μου, αυστηρός και παραδοσιακός, θα έλεγε: «Να τον διώξεις! Δεν αξίζει!» Αλλά εγώ δεν ήξερα τι ήθελα. Τα παιδιά μας; Τι θα τους έλεγα; Ότι ο μπαμπάς τους έχει άλλη κόρη;

Μια μέρα χτύπησε το κουδούνι. Ήταν εκείνη η γυναίκα – η Μαρία – με ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά της. Το παιδί είχε τα μάτια του Γιάννη.

«Δεν ήρθα για να σας χαλάσω το σπίτι», είπε η Μαρία χαμηλόφωνα. «Αλλά η μικρή έχει δικαίωμα να ξέρει ποιος είναι ο πατέρας της.»

Κοίταξα το κοριτσάκι και ένιωσα ένα κύμα θυμού και λύπης μαζί. Δεν έφταιγε εκείνη για τίποτα.

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια ⬇

«Μαρία, είσαι τρελή; Θα βάλεις τη ζωή σου σε κίνδυνο για ένα παιδί που δεν γνωρίζεις καν;»Η φωνή της μητέρας μου αντηχού...
23/12/2025

«Μαρία, είσαι τρελή; Θα βάλεις τη ζωή σου σε κίνδυνο για ένα παιδί που δεν γνωρίζεις καν;»

Η φωνή της μητέρας μου αντηχούσε στο μικρό μας σαλόνι στην Κυψέλη. Ο πατέρας μου, ο κύριος Γιάννης, καθόταν βουβός στην πολυθρόνα του, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Ήξερα πως μέσα του έβραζε, αλλά δεν ήθελε να φανεί αδύναμος μπροστά στη μάνα μου. Η αδελφή μου, η Ελένη, είχε πιάσει το κεφάλι της με τα χέρια και ψιθύριζε: «Δεν το πιστεύω…».

Εγώ στεκόμουν όρθια, με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές. Ένιωθα το αίμα να βράζει στις φλέβες μου. Δεν ήμουν ποτέ η «εύκολη» της οικογένειας. Πάντα έκανα το αντίθετο απ’ ό,τι περίμεναν. Αλλά αυτή τη φορά ήταν αλλιώς. Ήξερα πως το ρίσκο ήταν μεγάλο. Ήξερα πως ίσως να μην ξυπνούσα ποτέ από το χειρουργείο. Αλλά ήξερα και κάτι άλλο: ο Νικόλας θα πέθαινε αν δεν βρισκόταν δότης.

Τον γνώρισα στο νοσοκομείο «Αγία Σοφία», όπου δούλευα τα τελευταία πέντε χρόνια. Ήταν ένα παιδί με τεράστια μάτια και ένα χαμόγελο που έσπαγε την καρδιά σου. Η μητέρα του, η κυρία Κατερίνα, ερχόταν κάθε μέρα και καθόταν δίπλα του, κρατώντας του το χέρι. Ο πατέρας του, ο κύριος Στέλιος, είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του για να είναι κοντά του. Όταν έμαθαν ότι κανείς από την οικογένεια δεν ήταν συμβατός δότης, τους είδα να καταρρέουν.

Το βράδυ εκείνο γύρισα σπίτι και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν τη μάνα μου να φωνάζει, τον πατέρα μου να σωπαίνει, την Ελένη να κλαίει. Αλλά πάνω απ’ όλα σκεφτόμουν τον Νικόλα. Τον άκουγα να λέει: «Μαρία, θα γίνω ποτέ καλά;»

Πήρα την απόφαση μέσα σε μια στιγμή σιωπής. Ήταν σαν να άκουσα μια φωνή μέσα μου: «Αν όχι εσύ, τότε ποιος;»

Την επόμενη μέρα πήγα στη διευθύντρια του νοσοκομείου. «Θέλω να γίνω δότης για τον Νικόλα», της είπα. Με κοίταξε σαν να είχα χάσει το μυαλό μου.

«Μαρία, ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»

«Ξέρω», απάντησα με σιγουριά που δεν ένιωθα.

Ακολούθησαν εβδομάδες εξετάσεων, συζητήσεων με ψυχολόγους και ατελείωτων συναντήσεων με την οικογένεια του Νικόλα. Η μητέρα του με αγκάλιασε κλαίγοντας όταν της το ανακοίνωσα. Ο πατέρας του έπεσε στα γόνατα και μου φίλησε τα χέρια. Ένιωθα άβολα, αλλά και περήφανη.

Στο σπίτι όμως τα πράγματα χειροτέρευαν. Η μάνα μου σταμάτησε να μου μιλάει. Ο πατέρας μου έπινε περισσότερο από ποτέ. Η Ελένη προσπαθούσε να με πείσει να αλλάξω γνώμη.

«Σκέψου εμάς! Αν πάθεις κάτι; Ποιος θα μας φροντίσει;»

«Δεν μπορώ να κάνω πίσω», της είπα μια νύχτα που καθόμασταν στο μπαλκόνι και καπνίζαμε σιωπηλά.

«Γιατί αυτό το παιδί κι όχι κάποιος άλλος;»

«Γιατί αυτό το παιδί είναι εδώ, τώρα. Και μπορώ να βοηθήσω.»

Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Ο φόβος μεγάλωνε μέσα μου σαν σκιά που απλωνόταν σε κάθε σκέψη. Τι θα γινόταν αν κάτι πήγαινε στραβά; Αν δεν ξυπνούσα ποτέ; Αν ο Νικόλας δεν τα κατάφερνε τελικά;

Την παραμονή του χειρουργείου ήρθε η μάνα μου στο δωμάτιό μου.

«Μαρία…» Η φωνή της έτρεμε. «Αν σου συμβεί κάτι… Δεν θα το αντέξω.»

Την αγκάλιασα σφιχτά. Για πρώτη φορά μετά από μήνες ένιωσα ξανά παιδί στην αγκαλιά της.

Το πρωί του χειρουργείου ξύπνησα πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Κοίταξα έξω από το παράθυρο – η Αθήνα ξυπνούσε αργά κάτω από ένα γκρίζο ουρανό. Ένιωθα παράξενα ήρεμη.

🔽 Δες τη συνέχεια στα σχόλια ⬇

«Πάλι με πήρες για να μου πεις τι; Ότι ο Γιάννης δεν αξίζει;» φώναξα στο τηλέφωνο, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά ...
22/12/2025

«Πάλι με πήρες για να μου πεις τι; Ότι ο Γιάννης δεν αξίζει;» φώναξα στο τηλέφωνο, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Η φωνή της μάνας μου, της Ελένης, ήρθε ψυχρή και κοφτή: «Δεν σου λέω τίποτα που δεν ξέρεις ήδη. Αν είχες κάνει καλύτερες επιλογές, τώρα δεν θα ζούσες έτσι. Εγώ φροντίζω τον εαυτό μου, εσύ γιατί όχι;»

Έκλεισα το τηλέφωνο με τρεμάμενα χέρια. Ο μικρός μου, ο Νίκος, έπαιζε στο πάτωμα με τα ξύλινα τουβλάκια του, γελώντας αθώα. Ο Γιάννης, ο άντρας μου, είχε μόλις επιστρέψει από τη δουλειά του στο φούρνο της γειτονιάς. Ήταν κουρασμένος, τα μάτια του κόκκινα από την αϋπνία και το άγχος. Έσκυψα πάνω του και τον αγκάλιασα σφιχτά.

«Τι έγινε πάλι;» με ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Η μάνα μου... Πάλι τα ίδια. Δεν αντέχω άλλο αυτή τη σύγκριση. Ζει στη Γλυφάδα με τα ακριβά της ρούχα και τα ταξίδια της, κι εμείς εδώ παλεύουμε να πληρώσουμε το ρεύμα.»

Ο Γιάννης δεν μίλησε. Μόνο με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που λέει «θα τα καταφέρουμε». Αλλά εγώ ήξερα πως κάθε μέρα ήταν ένας μικρός θάνατος για εκείνον. Κι όμως, δεν παραπονιόταν ποτέ.

Η μάνα μου δεν ήταν πάντα έτσι. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, μας έπαιρνε βόλτες στην παραλία του Φλοίσβου, γελούσαμε μαζί. Όλα άλλαξαν όταν ο πατέρας μου έφυγε με μια άλλη γυναίκα. Από τότε, η Ελένη έγινε σκληρή, απόμακρη. Έριξε όλο το βάρος πάνω μου: «Εσύ θα γίνεις κάτι καλύτερο από μένα», έλεγε πάντα.

Όταν γνώρισα τον Γιάννη, εκείνη ήταν ήδη βυθισμένη στον κόσμο της πολυτέλειας που της χάρισε ο δεύτερος άντρας της, ο κύριος Σταύρος – ένας επιχειρηματίας που δεν ήθελε ποτέ να μας γνωρίσει πραγματικά. Η μάνα μου άρχισε να με βλέπει σαν βάρος. «Δεν θα σε βοηθήσω αν παντρευτείς αυτόν τον φούρναρη», είχε πει τότε.

Κι όμως, τον παντρεύτηκα. Και όταν γεννήθηκε ο Νίκος και μάθαμε πως έχει σύνδρομο Down, η μάνα μου δεν ήρθε καν στο μαιευτήριο. «Δεν αντέχω τέτοια πράγματα», είπε ψυχρά.

Τα χρόνια πέρασαν με δυσκολίες. Το σπίτι μας στη Νίκαια μικρό, αλλά γεμάτο αγάπη. Ο Γιάννης ξυπνούσε στις 4 το πρωί για να πάει στη δουλειά, εγώ έκανα καθαριότητες σε σπίτια για να συμπληρώσουμε το εισόδημα. Ο Νίκος ήταν το φως μας – κάθε χαμόγελό του έσβηνε για λίγο τις σκοτεινές σκέψεις.

Κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο και έβλεπα το όνομα της μάνας μου, η καρδιά μου βούλιαζε. Πάντα ήξερα πως θα ακούσω λόγια πικρά: «Γιατί δεν βάζεις τον Νίκο σε ίδρυμα; Θα είχες χρόνο να δουλέψεις περισσότερο.» Ή: «Ο Γιάννης δεν θα γίνει ποτέ κάτι παραπάνω από φούρναρης.»

Μια μέρα, μετά από έναν άγριο καβγά στο τηλέφωνο, ο Γιάννης με βρήκε να κλαίω στην κουζίνα.

«Μαρία, γιατί αφήνεις τη μάνα σου να σε διαλύει έτσι;»

«Γιατί είναι η μάνα μου! Θέλω να με αγαπήσει όπως είμαι... Να δεχτεί τον Νίκο, εσένα... Να νιώσω πως αξίζω.»

«Εμείς σε αγαπάμε. Δεν σου φτάνει;»

Τον κοίταξα μέσα στα μάτια και κατάλαβα πόσο πολύ τον είχα πληγώσει κι εγώ με την ανάγκη μου για αποδοχή από μια γυναίκα που είχε πάψει να είναι μητέρα εδώ και χρόνια.

Οι μέρες περνούσαν δύσκολα. Το ρεύμα κόπηκε για τρεις μέρες – ανάβαμε κεριά τα βράδια και κάναμε μπάνιο με νερό που ζεσταίναμε στην κατσαρόλα. Ο Νίκος γελούσε με τις σκιές στους τοίχους – δεν ήξερε τι σημαίνει φτώχεια.

Ένα βράδυ, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η μάνα μου. Φορούσε ένα πανάκριβο παλτό και κρατούσε μια τσάντα Louis Vuitton. Μπήκε μέσα χωρίς να πει καλησπέρα.

👇💬 Τα υπόλοιπα είναι στα σχόλια ⬇

«Μαρία, δεν αντέχω άλλο! Η Ελένη μπήκε πάλι στο σπίτι χωρίς να χτυπήσει! Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;»Η φωνή της μητέρα...
22/12/2025

«Μαρία, δεν αντέχω άλλο! Η Ελένη μπήκε πάλι στο σπίτι χωρίς να χτυπήσει! Πού θα πάει αυτή η κατάσταση;»

Η φωνή της μητέρας μου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. Ήταν ένα απόγευμα του Μαρτίου, όταν γύρισα από τη δουλειά και βρήκα τη μαμά να κάθεται στην κουζίνα, τα μάτια της κόκκινα από τα νεύρα και την απογοήτευση. Η Ελένη, η γειτόνισσά μας από τον τρίτο όροφο, είχε γίνει πια κάτι παραπάνω από απλή παρουσία στην καθημερινότητά μας. Είχε γίνει σκιά – μια σκιά που έπεφτε βαριά πάνω στο σπίτι μας.

Όλα ξεκίνησαν αθώα. Η Ελένη ήταν χήρα, με δύο παιδιά στην εφηβεία. Την είχα γνωρίσει όταν μετακόμισα στο Παγκράτι πριν τρία χρόνια. Ήταν ευγενική, πρόσχαρη, πάντα με ένα ταψί σπανακόπιτα ή γλυκό στα χέρια. Στην αρχή, η φιλία μας ήταν δώρο – μια ανάσα στη μοναξιά της πόλης. Τα βράδια μοιραζόμασταν κρασί και ιστορίες στο μπαλκόνι, γελούσαμε με τις ατυχίες μας και ονειρευόμασταν διακοπές στα νησιά.

Όμως, σιγά σιγά, τα όρια άρχισαν να θολώνουν. Η Ελένη άρχισε να μπαίνει στο σπίτι μας χωρίς να ρωτήσει. «Έφερα φρέσκο ψωμί!» ή «Μαρία, έχεις λίγο καφέ;» – στην αρχή ήταν χαριτωμένο. Μετά έγινε συνήθεια. Μια μέρα τη βρήκα να ψάχνει τα ντουλάπια της κουζίνας μου για ζάχαρη, χωρίς να είναι κανείς άλλος στο σπίτι.

«Ελένη, μήπως να μου στείλεις ένα μήνυμα πριν έρθεις;» της είπα διστακτικά.

Με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που σε κάνει να νιώθεις ενοχές: «Μα είμαστε οικογένεια πια! Τι νόημα έχουν τα τυπικά;»

Η μητέρα μου άρχισε να δυσανασχετεί. Ο πατέρας μου, συνταξιούχος δάσκαλος, προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες. «Μην κάνεις έτσι, Μαρία. Η γυναίκα είναι μόνη της», μου έλεγε. Όμως εγώ ένιωθα την πίεση να μεγαλώνει μέσα μου. Δεν ήθελα να πληγώσω την Ελένη, αλλά το σπίτι μου δεν ήταν πια καταφύγιο.

Τα προβλήματα κορυφώθηκαν όταν η Ελένη άρχισε να ανακατεύεται στα οικογενειακά μας. Ένα βράδυ, καθώς τρώγαμε όλοι μαζί, χτύπησε το κουδούνι. Ήταν εκείνη – με ένα κουτί γλυκά και μια διάθεση να μείνει.

«Συγγνώμη που ενοχλώ», είπε, αλλά μπήκε χωρίς να περιμένει απάντηση.

Η ατμόσφαιρα πάγωσε. Ο αδερφός μου, ο Νίκος, που είχε έρθει για το Σαββατοκύριακο από τη Θεσσαλονίκη, με κοίταξε έντονα.

«Μαρία, τι γίνεται εδώ;» ψιθύρισε όταν βγήκαμε στο μπαλκόνι.

«Δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ… Φοβάμαι ότι αν της μιλήσω θα τη χάσω εντελώς», του απάντησα.

«Και τι φοβάσαι περισσότερο; Να χάσεις μια φίλη ή τον εαυτό σου;»

Τα λόγια του με χτύπησαν σαν κεραυνός. Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Σκεφτόμουν τα όρια – πού τελειώνει η καλοσύνη και πού αρχίζει η εκμετάλλευση; Πόσο εύκολο είναι να χαθείς μέσα στις ανάγκες των άλλων;

Οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση χειροτέρευε. Η Ελένη άρχισε να σχολιάζει τις επιλογές μου: «Γιατί δεν παντρεύεσαι; Πότε θα κάνεις παιδιά;» ή «Η μαμά σου φαίνεται κουρασμένη – μήπως δεν τη φροντίζεις αρκετά;»

Ένα απόγευμα γύρισα σπίτι και βρήκα την Ελένη να κάθεται με τη μητέρα μου στο σαλόνι. Μιλούσαν ψιθυριστά και σταμάτησαν μόλις μπήκα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα.

Η μητέρα μου απέφυγε το βλέμμα μου. Η Ελένη σηκώθηκε και με αγκάλιασε: «Μην ανησυχείς, όλα καλά!»

Αλλά τίποτα δεν ήταν καλά. Ένιωθα ότι έχανα τον έλεγχο του ίδιου μου του σπιτιού. Άρχισα να αποφεύγω το σπίτι, να δουλεύω παραπάνω ώρες, να βρίσκω δικαιολογίες για να μην επιστρέψω νωρίς.

Μια μέρα, ο πατέρας μου με κάλεσε στο δωμάτιό του.

«Μαρία, πρέπει να μιλήσουμε», είπε σοβαρά.

Κάθισα απέναντί του, τα χέρια μου έτρεμαν.

«Ξέρω ότι αγαπάς τους ανθρώπους και θέλεις να βοηθάς… Αλλά έχεις δικαίωμα στη δική σου ησυχία. Δεν χρειάζεται να κουβαλάς όλα τα βάρη του κόσμου.»

Έκλαψα μπροστά του για πρώτη φορά μετά από χρόνια. Ήταν ανακούφιση αλλά και ντροπή – γιατί είχα αφήσει τα πράγματα να φτάσουν ως εδώ;

Την επόμενη μέρα αποφάσισα να μιλήσω στην Ελένη. Την κάλεσα για καφέ στο μπαλκόνι μας.

👇 Ρίξε μια ματιά στα σχόλια για τη συνέχεια 👇

«Μάνα, δεν το πιστεύω ότι το έκανες αυτό! Με πρόδωσες!»Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μην πέρασε ο...
22/12/2025

«Μάνα, δεν το πιστεύω ότι το έκανες αυτό! Με πρόδωσες!»

Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μην πέρασε ούτε λεπτό από εκείνο το βράδυ. Στεκόταν στην κουζίνα, τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές, τα μάτια του γεμάτα απογοήτευση και θυμό. Κι εγώ, με την πλάτη κολλημένη στον πάγκο, προσπαθούσα να βρω λόγια να του εξηγήσω. Πώς να εξηγήσεις όμως σε ένα παιδί σου ότι η αγάπη δεν έχει πλευρές;

Όλα ξεκίνησαν πριν από δύο μήνες, όταν η Μαρία –η πρώην νύφη μου– χτύπησε την πόρτα μου ένα απόγευμα με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα. «Συγγνώμη που έρχομαι έτσι, κυρία Ελένη, αλλά δεν έχω πού αλλού να πάω», είπε με σπασμένη φωνή. Την κάλεσα μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήξερα πως ο Νίκος και η Μαρία είχαν χωρίσει άσχημα, με φωνές και βαριές κουβέντες, αλλά ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα έφτανε στο σημείο να ζητήσει τη βοήθειά μου.

«Τι έγινε, κορίτσι μου;» τη ρώτησα, ενώ της έβαζα ένα ποτήρι νερό. Εκείνη έτρεμε ολόκληρη. «Με πέταξαν έξω από το σπίτι. Ο ιδιοκτήτης θέλει το διαμέρισμα πίσω και δεν έχω πού να μείνω μέχρι να βρω κάτι άλλο. Δεν ήθελα να σε ανακατέψω, αλλά…»

Δεν χρειάστηκε να πει περισσότερα. Της πρότεινα αμέσως να μείνει στο παλιό δωμάτιο του Νίκου για λίγες μέρες. Ήξερα πως αν το μάθαινε ο γιος μου, θα θύμωνε. Αλλά τι να έκανα; Να αφήσω ένα νέο κορίτσι στον δρόμο; Η Μαρία ήταν για χρόνια σαν κόρη μου. Πόνεσα όταν χώρισαν, αλλά ποτέ δεν σταμάτησα να τη νοιάζομαι.

Τις επόμενες μέρες προσπαθούσα να κρατήσω χαμηλούς τόνους. Η Μαρία έβρισκε δουλειές από εδώ κι από εκεί, έψαχνε σπίτι, βοηθούσε στο σπίτι όσο μπορούσε. Κάθε βράδυ καθόμασταν στην κουζίνα και μιλούσαμε για τα πάντα: για τα όνειρά της, για τα λάθη που έγιναν στον γάμο της με τον Νίκο, για το πώς ένιωθε μόνη στην Αθήνα χωρίς οικογένεια. Κάποιες φορές έκλαιγε σιωπηλά πάνω από το τσάι της κι εγώ της χάιδευα τα μαλλιά όπως τότε που ήταν νύφη μου.

Όμως τίποτα δεν μένει κρυφό σε μια γειτονιά σαν τη δική μας. Η κυρά-Σοφία από απέναντι είδε τη Μαρία να μπαίνει στο σπίτι και δεν άργησε να το πει στον Νίκο. Εκείνος ήρθε θυμωμένος, σχεδόν τρέχοντας.

«Τι δουλειά έχει αυτή εδώ;» φώναξε μόλις μπήκε.

Προσπάθησα να του εξηγήσω: «Νίκο μου, η Μαρία περνάει δύσκολα. Δεν μπορούσα να την αφήσω στον δρόμο.»

«Και μένα; Εμένα με σκέφτηκες; Πώς μπορείς να παίρνεις το μέρος της;»

«Δεν παίρνω κανενός το μέρος! Απλώς βοηθάω έναν άνθρωπο που έχει ανάγκη.»

«Είναι η πρώην γυναίκα μου! Με πλήγωσε όσο κανείς! Και τώρα εσύ…»

Δεν με άφησε να τελειώσω. Έφυγε χτυπώντας την πόρτα τόσο δυνατά που ράγισε το τζάμι.

Από εκείνη τη μέρα ο Νίκος δεν μου μιλάει. Δεν απαντάει στα τηλέφωνα, ούτε στα μηνύματα. Τον βλέπω μόνο τυχαία στη λαϊκή ή στο φούρνο και κάνει πως δεν με γνωρίζει. Οι φίλες μου λένε πως θα του περάσει, πως οι άντρες είναι εγωιστές και ξεροκέφαλοι. Αλλά εγώ ξέρω τον γιο μου: όταν πληγώνεται, χτίζει τείχη γύρω του.

📖 Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ! 👇

«Μαρία, πάλι δεν έφτιαξες γαλακτομπούρεκο; Ξέρεις ότι ο Γιάννης το λατρεύει!» Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρίας Ελένης,...
22/12/2025

«Μαρία, πάλι δεν έφτιαξες γαλακτομπούρεκο; Ξέρεις ότι ο Γιάννης το λατρεύει!» Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρίας Ελένης, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. Στεκόμουν στην κουζίνα, με τα χέρια βουτηγμένα στη ζύμη, ενώ ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό μου. Ήταν η τρίτη φορά που με ρωτούσε για το ίδιο πράγμα μέσα σε μία ώρα.

«Κυρία Ελένη, έφτιαξα μπακλαβά και κουραμπιέδες φέτος. Δεν πρόλαβα να κάνω και γαλακτομπούρεκο...» ψιθύρισα, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.

«Ε, τι να πω... Στην εποχή μου, τα κάναμε όλα! Και με τρία παιδιά!» είπε και γύρισε να κοιτάξει την κόρη της, τη Σοφία, που χαμογελούσε ειρωνικά.

Κάθε χρόνο τα ίδια. Τα γενέθλια του Γιάννη ήταν για μένα εφιάλτης. Η οικογένειά του – η πεθερά, ο πεθερός, οι δύο αδερφές του με τις οικογένειές τους – έρχονταν απροειδοποίητα και περίμεναν να βρουν το σπίτι έτοιμο, το τραπέζι στρωμένο με τα καλύτερα φαγητά και γλυκά. Κι εγώ; Δύο μέρες στην κουζίνα, να μαγειρεύω και να καθαρίζω, να προσπαθώ να τους ευχαριστήσω όλους. Ο Γιάννης; Πάντα χαμογελαστός, πάντα με το «Έλα μωρέ, οικογένεια είναι!».

Φέτος όμως ήταν αλλιώς. Ήμουν κουρασμένη. Όχι μόνο σωματικά – ψυχικά. Ένιωθα ότι κάθε χρόνο έχανα ένα κομμάτι από τον εαυτό μου για να τους ικανοποιήσω. Κανείς δεν με ρώτησε ποτέ αν ήθελα κι εγώ να γιορτάσω μαζί τους ή αν προτιμούσα κάτι πιο ήσυχο. Κανείς δεν με ρώτησε αν είχα ανάγκη από βοήθεια.

Το πρωί των γενεθλίων του Γιάννη ξύπνησα με ένα βάρος στο στήθος. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και είπα: «Φτάνει». Δεν θα έκανα τίποτα παραπάνω φέτος. Θα έφτιαχνα ένα απλό τραπέζι για εμάς τους τρεις – εγώ, ο Γιάννης και ο μικρός μας, ο Νίκος. Αν ήθελαν οι υπόλοιποι να έρθουν, ας έφερναν κάτι μαζί τους.

Όταν το είπα στον Γιάννη, με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε.

«Τι εννοείς; Δεν θα κάνουμε τραπέζι;»

«Όχι όπως κάθε χρόνο. Θέλω κι εγώ να χαρώ τη μέρα αυτή. Δεν αντέχω άλλο να είμαι η υπηρέτρια όλων.»

«Μα η μάνα μου θα παρεξηγηθεί...»

«Ας παρεξηγηθεί. Δεν μπορώ άλλο.»

Δεν είπε τίποτα άλλο. Έφυγε για τη δουλειά του αφήνοντάς με με μια αίσθηση ενοχής και ανακούφισης ταυτόχρονα.

Το απόγευμα χτύπησε το κουδούνι. Ήταν η κυρία Ελένη με τον κύριο Μανώλη και τις αδερφές του Γιάννη – όλοι μαζί, γεμάτοι σακούλες με φαγητά και γλυκά. Μπήκαν μέσα σαν θύελλα.

«Μαρία, πού είναι το τραπέζι;»

«Έφτιαξα κάτι απλό για εμάς... Αν θέλετε, ας στρώσουμε όλοι μαζί.»

Η πεθερά μου με κοίταξε σαν να είχα πει τη μεγαλύτερη βλασφημία.

«Τι εννοείς; Εμείς ήρθαμε για τα γενέθλια του γιου μου! Έτσι γιορτάζουμε εμείς!»

Η Σοφία άρχισε να ψιθυρίζει κάτι στην άλλη της αδερφή και να γελάνε ειρωνικά.

Ο μικρός Νίκος ήρθε και με αγκάλιασε από τη μέση. «Μαμά, μην στεναχωριέσαι...»

Ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν άντεξα:

«Δεν είμαι υπηρέτρια κανενός! Κουράστηκα! Θέλω κι εγώ να χαρώ αυτή τη μέρα! Αν θέλετε να γιορτάσουμε μαζί, ας βοηθήσουμε όλοι!»

Σιωπή. Ο κύριος Μανώλης κατέβασε το κεφάλι. Η κυρία Ελένη με κοίταξε θυμωμένη.

«Δεν περίμενα τέτοια συμπεριφορά από σένα...»

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια 👇

«Ειρήνη, μπορείς να μαζέψεις τα πράγματά σου από το δωμάτιο; Η Μαρία χρειάζεται χώρο για τα ρούχα της», είπε η μητέρα μο...
22/12/2025

«Ειρήνη, μπορείς να μαζέψεις τα πράγματά σου από το δωμάτιο; Η Μαρία χρειάζεται χώρο για τα ρούχα της», είπε η μητέρα μου με εκείνο το ήρεμο, σχεδόν ενοχικά τρεμάμενο ύφος της. Ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου. Ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβα πως δεν ήμουν πια το κέντρο του σπιτιού μας.

«Και πού να τα βάλω; Το σαλόνι είναι γεμάτο, το μπαλκόνι στάζει…» ψιθύρισα, αλλά κανείς δεν απάντησε. Ο πατέρας μου έβλεπε ειδήσεις, ο Νίκος έγραφε μηνύματα στο κινητό του και η Μαρία χαμογελούσε αμήχανα, σαν να μην ήθελε να είναι εκεί. Ήμουν 28 χρονών, με πτυχίο φιλολογίας, άνεργη εδώ και μήνες, και ξαφνικά ένιωθα σαν φιλοξενούμενη στο ίδιο μου το σπίτι.

Η Κυψέλη πάντα μύριζε γιασεμί τα καλοκαίρια και υγρασία τον χειμώνα. Το διαμέρισμά μας ήταν μικρό, με δύο υπνοδωμάτια, ένα σαλόνι που γινόταν τραπεζαρία και κουζίνα μαζί, και ένα μπάνιο που μοιραζόμασταν όλοι. Όταν ο Νίκος ανακοίνωσε πως θα έρθει με τη Μαρία να μείνουν μαζί μας «μέχρι να βρουν κάτι δικό τους», κανείς δεν φαντάστηκε ότι αυτό το «μέχρι» θα κρατούσε μήνες.

Τις πρώτες μέρες προσπαθούσα να είμαι ευγενική. Έφτιαχνα καφέ στη Μαρία, τη ρωτούσα για τη δουλειά της στο φαρμακείο, γελούσα με τα αστεία του Νίκου. Όμως γρήγορα άρχισαν οι μικρές τριβές: «Ειρήνη, μπορείς να μην αφήνεις τα βιβλία σου στο τραπέζι;», «Ειρήνη, η Μαρία θέλει να κοιμηθεί νωρίς, μπορείς να χαμηλώσεις τη μουσική;», «Ειρήνη, μήπως να βάλεις τα ρούχα σου αλλού;».

Ένα βράδυ, καθώς έβαζα τα ρούχα μου σε σακούλες για να τα μεταφέρω στο μπαλκόνι, άκουσα τη Μαρία να λέει στον Νίκο: «Δεν νιώθω άνετα εδώ. Η Ειρήνη μας κοιτάει περίεργα». Ο Νίκος απάντησε: «Είναι δύσκολο γι’ αυτήν. Πάντα ήταν το παιδί που έμενε πίσω». Τότε κατάλαβα πως δεν ήμουν απλώς ενοχλητική – ήμουν εμπόδιο.

Οι γονείς μου προσπαθούσαν να κρατήσουν ισορροπίες. Η μητέρα μου μαγείρευε διπλά φαγητά – άλλα για μένα, άλλα για τη Μαρία που δεν έτρωγε κρέας. Ο πατέρας μου έκανε πως δεν βλέπει τις εντάσεις. Κάθε βράδυ στο τραπέζι υπήρχε μια σιωπή που βάραινε περισσότερο από τα λόγια.

Μια μέρα, γύρισα σπίτι νωρίτερα από μια αποτυχημένη συνέντευξη για δουλειά. Βρήκα τη Μαρία να μιλάει στο τηλέφωνο στη βεράντα: «Δεν αντέχω άλλο εδώ. Η Ειρήνη είναι παντού. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα χωρίς να νιώθω ότι με παρακολουθεί». Ένιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Δεν ήθελα να είμαι βάρος σε κανέναν.

Το ίδιο βράδυ, μάζεψα το θάρρος και μίλησα στους γονείς μου:

«Μαμά, μπαμπά… νιώθω ότι δεν έχω χώρο εδώ πια. Μήπως να ψάξω κάτι δικό μου;»

Η μητέρα μου με κοίταξε με μάτια γεμάτα ενοχές: «Ειρήνη μου, ξέρεις ότι σ’ αγαπάμε. Αλλά ο Νίκος… έχει ανάγκη τώρα. Η Μαρία είναι έγκυος». Η λέξη έπεσε σαν βόμβα. Έγκυος; Κανείς δεν μου είχε πει τίποτα.

Ο Νίκος απέφυγε το βλέμμα μου. «Συγγνώμη που δεν στο είπαμε νωρίτερα…»

Ένιωσα τον κόσμο να γυρίζει γύρω μου. Ήμουν η μεγάλη αδερφή που πάντα βοηθούσε τον μικρότερο αδερφό της – κι όμως τώρα ήμουν εγώ αυτή που περίσσευε.

Τις επόμενες μέρες έψαχνα αγγελίες για συγκατοίκηση. Τα ενοίκια στην Αθήνα είχαν εκτοξευτεί – ακόμα και ένα δωμάτιο σε διαμέρισμα με αγνώστους κόστιζε όσο ένας μισθός part-time. Οι φίλες μου είχαν ήδη φύγει από το πατρικό τους ή ζούσαν με τους συντρόφους τους. Εγώ ένιωθα κολλημένη στη μέση: πολύ μεγάλη για να εξαρτώμαι από τους γονείς μου, πολύ μικρή για να σταθώ εντελώς μόνη.

Ένα βράδυ ξέσπασα στη Μαρία:

«Δεν καταλαβαίνεις πώς είναι να χάνεις το σπίτι σου; Να νιώθεις ότι δεν ανήκεις πουθενά;»

Με κοίταξε με συμπόνια – ή ίσως απλώς αμηχανία.

«Ειρήνη… κι εγώ ξέρω πώς είναι. Όταν πέθανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου έφερε τον θείο μου σπίτι μας και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Δεν ήθελα να σου πάρω τη θέση…»

Για πρώτη φορά είδα τη Μαρία σαν άνθρωπο κι όχι σαν εισβολέα. Αλλά αυτό δεν άλλαζε την πραγματικότητα: το σπίτι δεν χωρούσε άλλους.

Οι μέρες περνούσαν με μικρές εκρήξεις και μεγάλες σιωπές. Ο Νίκος προσπαθούσε να με πλησιάσει:

«Ρε συ Ειρήνη… θυμάσαι όταν παίζαμε κρυφτό στη βεράντα; Τότε που έσπασε το τζάμι κι έφαγα τιμωρία;»

Χαμογέλασα πικρά. «Τότε ήμασταν παιδιά. Τώρα μεγαλώσαμε και δεν χωράμε όλοι στο ίδιο σπίτι.»

📌 Η ιστορία συνεχίζεται στα σχόλια 👇

«Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις; Δεν είμαι η υπηρέτριά σου!» φώναξα, με τη φωνή μου να σπάει από θυμό και απόγνωση. Ο Ν...
22/12/2025

«Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις; Δεν είμαι η υπηρέτριά σου!» φώναξα, με τη φωνή μου να σπάει από θυμό και απόγνωση. Ο Νίκος, ο άντρας μου, στεκόταν απέναντί μου με σταυρωμένα τα χέρια, το βλέμμα του ψυχρό, σχεδόν αδιάφορο. «Δεν είπα κάτι τέτοιο, Μαρία. Απλώς... το σπίτι είναι χάλια. Τα παιδιά πεινάνε. Τι άλλο να κάνω;»

Η κουζίνα ήταν γεμάτη άπλυτα πιάτα, το πάτωμα κολλούσε από το χυμένο γάλα της μικρής μας κόρης, της Ελένης. Η τηλεόραση στο σαλόνι έπαιζε δυνατά, με τον γιο μας, τον Γιώργο, να φωνάζει για να του δώσω το τάμπλετ. Κι εγώ; Ένιωθα πως βουλιάζω. Πως κάθε μέρα γινόμουν όλο και πιο αόρατη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.

«Δεν αντέχω άλλο έτσι!» ψιθύρισα, περισσότερο στον εαυτό μου παρά στον Νίκο. Εκείνος αναστέναξε βαριά και βγήκε από την κουζίνα χωρίς να πει λέξη. Άκουσα την πόρτα να κλείνει πίσω του. Ήξερα πως θα πάει στη μάνα του, όπως κάθε φορά που τα πράγματα δυσκόλευαν.

Η πεθερά μου, η κυρία Βασιλική, ήταν πάντα εκεί για να του θυμίζει πόσο καλή μάνα ήταν εκείνη και πόσο ανίκανη ήμουν εγώ. «Η Μαρία δεν ξέρει να κρατάει σπίτι», έλεγε συχνά όταν νόμιζε πως δεν ακούω. Κι όμως, τα άκουγα όλα. Τα ένιωθα όλα να με βαραίνουν σαν πέτρες στο στήθος.

Το βράδυ, όταν τα παιδιά κοιμήθηκαν, κάθισα μόνη στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι κρασί. Η Αθήνα απλωνόταν μπροστά μου φωτισμένη, αλλά εγώ ένιωθα πιο μόνη από ποτέ. Θυμήθηκα τα χρόνια που ήμουν φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη, γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες. Τότε πίστευα πως θα αλλάξω τον κόσμο. Τώρα, δεν μπορούσα ούτε να αλλάξω τη δική μου ζωή.

«Μαμά;» Η φωνή της Ελένης με έβγαλε από τις σκέψεις μου. «Γιατί κλαις;»

Σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου. «Δεν κλαίω, αγάπη μου. Απλώς... κουράστηκα λίγο.»

«Να σου φέρω το αρκουδάκι μου;»

Χαμογέλασα μέσα στα δάκρυα. «Όχι, γλυκιά μου. Πήγαινε να κοιμηθείς.»

Όταν γύρισε ο Νίκος αργά τη νύχτα, μύριζε τσιγάρο και ούζο. Δεν μιλήσαμε. Ξάπλωσε δίπλα μου χωρίς να με αγγίξει. Ανάμεσα μας απλωνόταν μια σιωπή πιο βαριά κι από τους τοίχους του σπιτιού.

Τις επόμενες μέρες όλα συνέχισαν όπως πάντα – ή μάλλον, όπως ποτέ δεν ήθελα να είναι. Η πεθερά μου ερχόταν κάθε πρωί «να βοηθήσει», αλλά στην πραγματικότητα έψαχνε αφορμές για να με μειώσει μπροστά στα παιδιά. «Η μαμά σας δεν ξέρει να μαγειρεύει σωστά», έλεγε στην Ελένη και τον Γιώργο. Εκείνοι γελούσαν αθώα, χωρίς να καταλαβαίνουν το δηλητήριο που έσταζαν τα λόγια της.

Ένα απόγευμα, καθώς μάζευα τα ρούχα από το μπαλκόνι, άκουσα την Ελένη να λέει στη γιαγιά της: «Γιαγιά, γιατί η μαμά είναι πάντα λυπημένη;» Πάγωσα στη θέση μου. Η Βασιλική χαμήλωσε τη φωνή της, αλλά εγώ άκουσα καθαρά: «Γιατί δεν ξέρει τι θέλει στη ζωή της.»

Εκείνο το βράδυ ξέσπασα στον Νίκο.

«Δεν αντέχω άλλο τη μάνα σου! Με προσβάλλει μπροστά στα παιδιά! Δεν βλέπεις τι γίνεται;»

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Έτσι είναι οι μάνες… Μην τα παίρνεις όλα τόσο προσωπικά.»

«Μα δεν είμαι αόρατη! Δεν είμαι μόνο μάνα και νοικοκυρά! Έχω κι εγώ ανάγκες!»

«Και τι θες να κάνω; Να μαλώσω τη μάνα μου;»

«Ναι! Να με υπερασπιστείς! Να σταθείς δίπλα μου!»

Η φωνή μου αντήχησε στο διαμέρισμα. Τα παιδιά ξύπνησαν τρομαγμένα. Έτρεξα στο δωμάτιό τους και τα πήρα αγκαλιά.

Τη νύχτα δεν κοιμήθηκα καθόλου. Ένιωθα πως πνίγομαι μέσα σε τέσσερις τοίχους που κάποτε ήταν το καταφύγιό μου.

Την επόμενη μέρα πήρα μια απόφαση που άλλαξε τα πάντα: τηλεφώνησα στη μητέρα μου στη Λάρισα.

«Μαμά… Δεν αντέχω άλλο εδώ», της είπα με σπασμένη φωνή.

«Έλα σπίτι μας για λίγες μέρες», απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Μάζεψα λίγα ρούχα για μένα και τα παιδιά και έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.

Στο τρένο για Λάρισα ένιωθα ελεύθερη και ένοχη ταυτόχρονα. Τα παιδιά κοιμόντουσαν ήσυχα δίπλα μου κι εγώ αναρωτιόμουν αν έκανα το σωστό ή αν απλώς εγκατέλειπα τη μάχη.

Η μητέρα μου με αγκάλιασε σφιχτά όταν φτάσαμε. «Εδώ είσαι ασφαλής», μου είπε. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια κοιμήθηκα ήρεμη.

Τις επόμενες μέρες άρχισα να θυμάμαι ποια ήμουν πριν γίνω «η γυναίκα του Νίκου» και «η νύφη της Βασιλικής». Πήγα μια βόλτα μόνη στο ποτάμι, κάθισα σε ένα καφέ με ένα βιβλίο – μικρές στιγμές ελευθερίας που είχα ξεχάσει πως υπάρχουν.

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια ⬇

«Δεν είναι αληθινά εγγόνια μου, Μαρία. Μην περιμένεις να τα αγαπήσω όπως τα παιδιά της Ελένης.»Η φωνή της πεθεράς μου, τ...
22/12/2025

«Δεν είναι αληθινά εγγόνια μου, Μαρία. Μην περιμένεις να τα αγαπήσω όπως τα παιδιά της Ελένης.»

Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρίας Σοφίας, αντήχησε στο σαλόνι σαν κεραυνός. Ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου. Ο άντρας μου, ο Νίκος, καθόταν δίπλα μου, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Τα παιδιά μας, ο Γιάννης και η Άννα, έπαιζαν αμέριμνα στο δωμάτιό τους, χωρίς να ξέρουν πως εκείνη τη στιγμή κάτι ανεπανόρθωτο συνέβαινε στη ζωή τους.

«Τι εννοείτε, κυρία Σοφία;» ψιθύρισα, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. Ήξερα πως η σχέση μας ήταν πάντα δύσκολη – ποτέ δεν με αποδέχτηκε πραγματικά για νύφη της. Αλλά αυτό; Αυτό ξεπερνούσε κάθε όριο.

Η Σοφία σηκώθηκε από τον καναπέ, με το κεφάλι ψηλά. «Εσύ δεν είσαι από εδώ, Μαρία. Η οικογένειά σου ήρθε από τη Βόρεια Ελλάδα. Εμείς εδώ στην Αθήνα έχουμε άλλες αξίες. Ο Νίκος έπρεπε να παντρευτεί μια κοπέλα σαν την Ελένη, όχι εσένα.»

Ο Νίκος δεν μίλησε. Ήξερα πως μέσα του πάλευε – ανάμεσα στη μητέρα του και σε μένα. Πάντα ήταν έτσι: ήσυχος, αποφεύγοντας τις συγκρούσεις. Αλλά τώρα; Τώρα ήθελα να φωνάξω, να ουρλιάξω πως τα παιδιά μας είναι δικά του, δικά μας, και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τα μειώνει.

«Μαμά!» φώναξα τελικά. «Τα παιδιά μας είναι αθώα. Δεν έχουν καμία σχέση με τις διαφορές μας.»

Η Σοφία με κοίταξε με ψυχρότητα. «Δεν θα τα φέρω ποτέ κοντά στην καρδιά μου. Δεν είναι σαν τα εγγόνια που μου έδωσε η Ελένη.»

Η Ελένη ήταν η αδερφή του Νίκου – παντρεμένη με τον Παναγιώτη, έναν δικηγόρο από γνωστή οικογένεια της Κηφισιάς. Τα παιδιά τους, ο Μάριος και η Δανάη, ήταν τα «καλά» εγγόνια: πάντα καλοντυμένα, πάντα ευγενικά, πάντα με άριστους βαθμούς.

Εκείνο το βράδυ, όταν η Σοφία έφυγε, ο Νίκος ήρθε δίπλα μου στην κουζίνα. «Μαρία…» ξεκίνησε διστακτικά.

«Δεν μπορώ άλλο, Νίκο,» του είπα με δάκρυα στα μάτια. «Δεν αντέχω να βλέπω τα παιδιά μας να μεγαλώνουν με την αίσθηση ότι δεν είναι αρκετά καλά για τη γιαγιά τους.»

«Θα της μιλήσω,» είπε χαμηλόφωνα. Αλλά ήξερα πως δεν θα το έκανε ποτέ πραγματικά.

Οι μέρες περνούσαν και κάθε οικογενειακή συνάντηση γινόταν μαρτύριο. Η Σοφία αγνοούσε επιδεικτικά τον Γιάννη και την Άννα. Στα γενέθλια της Δανάης, τα δικά μας παιδιά κάθονταν σε μια γωνιά, ενώ η γιαγιά μοίραζε δώρα μόνο στα «αγαπημένα» της εγγόνια.

«Μαμά,» με ρώτησε μια μέρα η Άννα, «γιατί η γιαγιά δεν με αγκαλιάζει ποτέ;»

Τι να απαντήσω; Πώς να εξηγήσω σε ένα παιδί ότι η αγάπη μπορεί να είναι τόσο άδικη;

Με τον καιρό, άρχισα να απομακρύνομαι από την οικογένεια του Νίκου. Δεν πήγαινα πια στα κυριακάτικα τραπέζια. Προτιμούσα να πηγαίνω τα παιδιά στο πάρκο ή σε φίλους. Ο Νίκος προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπίες – αλλά όσο κι αν ήθελε να πιστεύει πως όλα θα φτιάξουν, τίποτα δεν άλλαζε.

Μια μέρα, ο Γιάννης γύρισε από το σχολείο κλαίγοντας. «Η Δανάη είπε στους συμμαθητές μας ότι η γιαγιά δεν μας αγαπάει γιατί δεν είμαστε αληθινά εγγόνια της!»

Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Πήγα στο δωμάτιό του και τον πήρα αγκαλιά.

«Γιάννη μου,» του είπα τρέμοντας, «είσαι το πιο αληθινό παιδί που ξέρω. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να σε κάνει να νιώθεις λιγότερο.»

Το ίδιο βράδυ ξέσπασα στον Νίκο.

«Δεν αντέχω άλλο! Τα παιδιά μας πληγώνονται κάθε μέρα! Πρέπει να διαλέξεις: ή θα προστατέψεις την οικογένειά μας ή θα συνεχίσουμε να ζούμε στη σκιά της μάνας σου!»

Ο Νίκος έμεινε σιωπηλός για ώρα. Τελικά είπε: «Δεν μπορώ να κόψω τη μάνα μου από τη ζωή μου.»

🔽 Δες τη συνέχεια στα σχόλια ⬇

Address

Ioánnina

Alerts

Be the first to know and let us send you an email when Anemos posts news and promotions. Your email address will not be used for any other purpose, and you can unsubscribe at any time.

Share