Anemos

Anemos Αληθινές ιστορίες από τα Βαλκάνια – Μείνε κοντά μας! 👉

«Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις; Δεν είμαι πια παιδί!» φώναξα, με τη φωνή μου να σπάει από θυμό και απελπισία. Η μητέρα...
02/10/2025

«Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις; Δεν είμαι πια παιδί!» φώναξα, με τη φωνή μου να σπάει από θυμό και απελπισία. Η μητέρα μου, η κυρία Ελένη, στεκόταν απέναντί μου με τα χέρια σταυρωμένα, το βλέμμα της σκληρό αλλά και πληγωμένο. Ο πατέρας μου, ο κύριος Μανώλης, καθόταν στον καναπέ, σιωπηλός όπως πάντα, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Ήταν ένα ακόμη βράδυ στο μικρό μας διαμέρισμα στα Πατήσια, όπου οι τοίχοι ήταν λεπτοί και τα μυστικά ανύπαρκτα.

Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισα να νιώθω φυλακισμένη. Ίσως όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο και δεν βρήκα δουλειά, ή ίσως όταν οι φίλοι μου άρχισαν να φεύγουν από το σπίτι των γονιών τους κι εγώ έμενα πίσω, εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο γενιές που δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Η μητέρα μου ήθελε να με προστατεύσει, να με κρατήσει κοντά της, αλλά εγώ ασφυκτιούσα. Ο πατέρας μου, πάντα ήσυχος, πάντα κουρασμένος από τη δουλειά στο συνεργείο, απέφευγε τις συγκρούσεις. Κι εγώ; Εγώ ήμουν η κόρη που έπρεπε να είναι ευγνώμων, αλλά ένιωθα μόνο θυμό.

«Δεν καταλαβαίνεις πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα εκεί έξω», είπε η μητέρα μου, με μια φωνή που έτρεμε. «Όλος ο κόσμος ψάχνει για δουλειά. Εδώ τουλάχιστον έχεις ένα πιάτο φαΐ και μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου.»

«Δεν θέλω μόνο αυτά! Θέλω να ζήσω!» απάντησα, και ένιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Πόσες φορές είχαμε κάνει αυτή τη συζήτηση; Πόσες φορές είχα ονειρευτεί να ανοίξω την πόρτα και να φύγω χωρίς να κοιτάξω πίσω;

Τα βράδια, όταν οι γονείς μου κοιμόντουσαν, καθόμουν στο μικρό μπαλκόνι και κοίταζα τα φώτα της πόλης. Προσευχόμουν σιωπηλά, όχι γιατί ήμουν ιδιαίτερα θρήσκα, αλλά γιατί δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω. «Θεέ μου, δώσε μου δύναμη», ψιθύριζα. Δεν ζητούσα θαύματα. Μόνο λίγη ησυχία μέσα στο κεφάλι μου.

Η ζωή στο διαμέρισμα ήταν μια συνεχής πρόκληση. Το πρωί ξυπνούσα από τις φωνές της μητέρας μου που ετοίμαζε τον καφέ του πατέρα μου. Το μεσημέρι τρώγαμε όλοι μαζί στο μικρό τραπέζι της κουζίνας, προσπαθώντας να αποφύγουμε τα δύσκολα θέματα. Το βράδυ, οι ειδήσεις στην τηλεόραση γέμιζαν το σπίτι με φόβο και απαισιοδοξία. Η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει και τη δική μας οικογένεια. Ο πατέρας μου είχε χάσει ώρες από τη δουλειά του, η μητέρα μου έκανε περιστασιακές δουλειές καθαριότητας για να συμπληρώσει το εισόδημα.

Μια μέρα, γύρισα σπίτι αργά από μια συνέντευξη για δουλειά που πήγε άσχημα. Η μητέρα μου με περίμενε στην πόρτα.

«Πάλι άργησες. Πού ήσουν;»

«Στη συνέντευξη που σου είπα.»

«Και;»

«Δεν πήγε καλά.»

Έσκυψε το κεφάλι της. «Θα βρεις κάτι, κορίτσι μου. Αλλά μην ξεχνάς ποια είσαι.»

Αυτή η φράση με πλήγωσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ποια ήμουν; Μια άνεργη κοπέλα στα 28 της που ζούσε ακόμα με τους γονείς της; Ένιωθα πως δεν ήμουν τίποτα.

Τη νύχτα εκείνη προσευχήθηκα πιο έντονα από ποτέ. «Θεέ μου, αν υπάρχεις, δείξε μου έναν δρόμο. Δώσε μου ένα σημάδι.» Δεν ήρθε κανένα σημάδι εκείνη τη στιγμή. Ήρθε όμως κάτι άλλο: μια βαθιά ηρεμία μέσα μου. Για πρώτη φορά μετά από μήνες, κοιμήθηκα χωρίς εφιάλτες.

Τις επόμενες μέρες άρχισα να βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Η μητέρα μου δεν ήταν μόνο αυστηρή – ήταν φοβισμένη για μένα. Ο πατέρας μου δεν ήταν αδιάφορος – ήταν εξαντλημένος από τη ζωή που δεν του έδωσε ποτέ αυτό που ήθελε. Κι εγώ; Ήμουν θυμωμένη γιατί φοβόμουν ότι θα μείνω για πάντα εδώ.

Ένα βράδυ, καθώς καθόμασταν όλοι μαζί στο σαλόνι, άκουσα τον πατέρα μου να λέει κάτι που δεν περίμενα ποτέ:

«Ελένη, άφησέ την να πάρει τον χρόνο της. Κι εγώ όταν ήμουν στην ηλικία της ήθελα να φύγω από το χωριό και να ζήσω στην Αθήνα. Δεν είναι εύκολο.»

Η μητέρα μου τον κοίταξε έκπληκτη. Εγώ ένιωσα ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου.

Από εκείνη τη μέρα άρχισα να μιλάω περισσότερο με τους γονείς μου – όχι μόνο για τα προβλήματα αλλά και για τα όνειρά μου. Τους είπα πόσο πολύ ήθελα να δουλέψω σε έναν εκδοτικό οίκο, πόσο αγαπούσα τα βιβλία και τη γραφή. Η μητέρα μου χαμογέλασε αχνά.

«Θυμάσαι όταν ήσουν μικρή και έγραφες ποιήματα; Τα έχω ακόμα φυλαγμένα.»

Αυτό το μικρό άνοιγμα στην καρδιά της ήταν αρκετό για να αρχίσουμε να χτίζουμε μια νέα σχέση – όχι χωρίς εντάσεις, αλλά με περισσότερη κατανόηση.

Η καθημερινότητα δεν άλλαξε μαγικά. Συνεχίζαμε να έχουμε καβγάδες για τα ίδια πράγματα: τις δουλειές του σπιτιού, τα λεφτά που δεν έφταναν ποτέ, τις προσδοκίες που έμοιαζαν αβάσταχτες. Αλλά κάθε βράδυ συνέχιζα να προσεύχομαι – όχι πια για θαύματα, αλλά για υπομονή και δύναμη.

Μια μέρα γνώρισα την Άννα στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς μας – μια κοπέλα που εργαζόταν εκεί εθελοντικά. Μου μίλησε για ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής που ξεκινούσε σύντομα.

👇💬 Τα υπόλοιπα είναι στα σχόλια ⬇

«Δεν θα σας δώσουμε ούτε ένα ευρώ για το σπίτι. Να μάθετε να τα βγάζετε πέρα μόνοι σας!»Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρί...
02/10/2025

«Δεν θα σας δώσουμε ούτε ένα ευρώ για το σπίτι. Να μάθετε να τα βγάζετε πέρα μόνοι σας!»

Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρίας Ελένης, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου. Ήταν ένα απόγευμα του Μαρτίου, στο σαλόνι του σπιτιού τους στη Φιλοθέη, με τα ακριβά χαλιά και τα κρυστάλλινα ποτήρια. Ο Κώστας, ο άντρας μου, καθόταν δίπλα μου με τα χέρια σφιγμένα. Εγώ προσπαθούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν ήθελα να τους δώσω τη χαρά να με δουν να λυγίζω.

«Μαμά, δεν ζητάμε ελεημοσύνη. Μια βοήθεια για την προκαταβολή, να πάρουμε ένα μικρό διαμέρισμα. Το παιδί μας μεγαλώνει…» είπε ο Κώστας με σπασμένη φωνή.

Ο πεθερός μου, ο κύριος Γιώργος, ούτε που γύρισε να μας κοιτάξει. «Εμείς δουλέψαμε σκληρά για όσα έχουμε. Εσείς να κάνετε το ίδιο.»

Ένιωσα το αίμα μου να βράζει. Εγώ μεγάλωσα σε μια γειτονιά της Νίκαιας, σε ένα διαμέρισμα που μύριζε μαγειρεμένο φαγητό και αγωνία για το νοίκι κάθε μήνα. Οι γονείς μου δεν είχαν ποτέ τίποτα παραπάνω από τα απαραίτητα, αλλά πάντα έδιναν ό,τι μπορούσαν για μένα. Όταν γνώρισα τον Κώστα στο πανεπιστήμιο, δεν με ένοιαζε που εκείνος οδηγούσε ακριβό αυτοκίνητο και εγώ έπαιρνα το λεωφορείο. Η αγάπη μας ήταν αρκετή.

Παντρευτήκαμε σε μια μικρή εκκλησία στο Παγκράτι, με λίγους φίλους και συγγενείς. Οι γονείς του Κώστα ήταν τυπικοί – ούτε χαρά ούτε λύπη. Σαν να έκαναν το καθήκον τους. Εγώ ήμουν ευτυχισμένη, γιατί είχα τον άνθρωπό μου.

Όταν γεννήθηκε η κόρη μας, η Μαρία, όλα άλλαξαν. Ξαφνικά, οι διαφορές μας έγιναν πιο έντονες. Οι γονείς του Κώστα ήθελαν να τη βλέπουν μόνο όταν τους βόλευε – συνήθως σε γιορτές και γενέθλια, πάντα με δώρα ακριβά αλλά χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον. Η μητέρα μου ερχόταν κάθε μέρα να με βοηθήσει, να παίξει με τη μικρή, να μαγειρέψει.

Τα χρόνια περνούσαν και το ενοίκιο ανέβαινε. Ο Κώστας δούλευε σε μια εταιρεία πληροφορικής, εγώ σε ένα φροντιστήριο αγγλικών. Τα λεφτά ίσα που έφταναν για τα βασικά. Το όνειρό μας ήταν να αποκτήσουμε ένα δικό μας σπίτι – όχι κάτι μεγάλο ή πολυτελές, απλά ένα μέρος που θα μπορούσαμε να πούμε «είναι δικό μας».

Όταν το συζητήσαμε πρώτη φορά με τους γονείς του Κώστα, νόμιζα πως θα χαρούν που θέλουμε να στεριώσουμε. Αντίθετα, η κυρία Ελένη με κοίταξε αφ’ υψηλού: «Δεν είναι δική μας δουλειά να σας φτιάξουμε τη ζωή.»

Από τότε ξεκίνησαν οι καβγάδες στο σπίτι μας. Ο Κώστας ένιωθε ντροπή και θυμό. «Γιατί οι δικοί μου είναι έτσι; Γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν;»

«Δεν πειράζει», του έλεγα εγώ προσπαθώντας να τον παρηγορήσω. «Θα τα καταφέρουμε μόνοι μας.» Αλλά μέσα μου πονούσα. Έβλεπα τη Μαρία να μεγαλώνει χωρίς πραγματική σχέση με τους παππούδες της από την πλευρά του πατέρα της. Έβλεπα τον Κώστα να απομακρύνεται από την οικογένειά του.

Ένα βράδυ, μετά από έναν ακόμα καβγά για τα οικονομικά, ο Κώστας ξέσπασε:

«Δεν αντέχω άλλο! Νιώθω ότι δεν είμαι αρκετός ούτε για σένα ούτε για τη Μαρία!»

Τον αγκάλιασα σφιχτά. «Είσαι ο καλύτερος πατέρας και σύζυγος. Δεν φταις εσύ για την αδιαφορία τους.»

Οι μέρες περνούσαν δύσκολα. Η Μαρία άρχισε να ρωτάει γιατί οι παππούδες της δεν έρχονται ποτέ στο σχολείο της, γιατί δεν τη φωνάζουν σπίτι τους όπως κάνουν οι γονείς των φίλων της.

«Μαμά, μήπως δεν με αγαπάνε;»

Πώς να της εξηγήσω ότι η αγάπη δεν μετριέται με δώρα αλλά με παρουσία; Πώς να της πω ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν καρδιά κλειστή;

Μια μέρα πήγαμε όλοι μαζί σε μια βάφτιση συγγενή του Κώστα στη Βουλιαγμένη. Εκεί ήταν και οι γονείς του – κομψοί όπως πάντα, αποστασιοποιημένοι όπως πάντα. Η Μαρία έτρεξε προς τη γιαγιά της:

👇 Ρίξε μια ματιά στα σχόλια για τη συνέχεια 👇

«Δεν μπορώ να το πιστέψω, Μαρία! Πώς μπόρεσαν να το κάνουν αυτό;» Ο Νίκος, ο άντρας μου, χτυπούσε το τραπέζι με τη γροθι...
02/10/2025

«Δεν μπορώ να το πιστέψω, Μαρία! Πώς μπόρεσαν να το κάνουν αυτό;» Ο Νίκος, ο άντρας μου, χτυπούσε το τραπέζι με τη γροθιά του, τα μάτια του γεμάτα απογοήτευση και θυμό. Εγώ καθόμουν απέναντί του, με τα χέρια σφιγμένα, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα τόσο συντετριμμένο.

«Σου είπα να μην ελπίζεις σε τίποτα από αυτούς», ψιθύρισα, αλλά μέσα μου ήξερα πως κι εγώ είχα ελπίσει. Όχι για τα λεφτά ή το σπίτι, αλλά για μια δικαιοσύνη που πίστευα ότι υπήρχε στις ελληνικές οικογένειες. Πόσο λάθος έκανα.

Όλα ξεκίνησαν πριν από λίγους μήνες, όταν οι πεθεροί μου, ο κύριος Γιώργος και η κυρία Ελένη, μας κάλεσαν για φαγητό στο πατρικό του Νίκου στην Καλλιθέα. Ήταν ένα από εκείνα τα κυριακάτικα τραπέζια που μύριζαν παστίτσιο και παλιές ιστορίες. Η αδερφή του Νίκου, η μικρή Αννούλα, πάντα χαμογελαστή και καλομαθημένη, καθόταν δίπλα στη μητέρα της και γελούσε με κάθε της κουβέντα.

«Έχουμε κάτι να σας πούμε», είπε ο κύριος Γιώργος, σκουπίζοντας τα χείλη του με την πετσέτα. «Αποφασίσαμε να γράψουμε το σπίτι στην Αννούλα. Είναι η μικρότερη, δεν έχει ακόμα σταθεί στα πόδια της όπως εσείς». Ο Νίκος έμεινε άφωνος. Εγώ ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν ήταν μόνο το σπίτι – ήταν η αίσθηση ότι δεν μας υπολόγισαν ποτέ πραγματικά.

Από εκείνη τη μέρα, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Ο Νίκος απομακρύνθηκε από τους γονείς του. Εγώ απέφευγα κάθε επικοινωνία μαζί τους. Η Αννούλα προσπαθούσε να μας πλησιάσει, αλλά κάθε της προσπάθεια έπεφτε στο κενό. «Μα δεν φταίω εγώ», μου είπε μια μέρα στο τηλέφωνο. «Εγώ ούτε που το ζήτησα». Αλλά δεν μπορούσα να της μιλήσω χωρίς να νιώθω πικρία.

Οι μέρες περνούσαν βαριά. Το βράδυ, όταν ο Νίκος γύριζε από τη δουλειά του στο συνεργείο, καθόταν σιωπηλός στον καναπέ. «Τι νόημα έχει να προσπαθούμε;» με ρωτούσε. «Όλα όσα κάναμε για αυτούς πήγαν χαμένα». Εγώ προσπαθούσα να κρατήσω το σπίτι μας όρθιο – όχι το πατρικό, αλλά το δικό μας μικρό διαμέρισμα στα Πετράλωνα. Έφτιαχνα φαγητό, φρόντιζα τα παιδιά μας, τον Μανώλη και τη Σοφία, αλλά μέσα μου ένιωθα πως κάτι είχε σπάσει ανεπανόρθωτα.

Η μητέρα μου, η κυρία Κατίνα, όταν της το είπα, σταύρωσε τα χέρια της και είπε: «Έτσι είναι οι άνθρωποι σήμερα, παιδί μου. Κοιτάνε μόνο τον εαυτό τους». Αλλά εγώ ήθελα να πιστεύω πως η οικογένεια είναι κάτι παραπάνω από συμφέροντα.

Τα Χριστούγεννα πλησίαζαν και η Αννούλα μας κάλεσε όλους στο νέο της σπίτι – το παλιό πατρικό του Νίκου. Ο Νίκος αρνήθηκε κατηγορηματικά. «Δεν θα πάω εκεί μέσα ποτέ ξανά», είπε με φωνή που δεν σήκωνε αντίρρηση. Τα παιδιά ρώτησαν γιατί δεν θα δουν τη γιαγιά και τον παππού. Τι να τους πω; Ότι η οικογένεια μπορεί να γίνει ο χειρότερος εχθρός σου;

Μια μέρα, καθώς περπατούσα στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς για να πάρω φρούτα, άκουσα δύο γειτόνισσες να μιλάνε για εμάς. «Η Μαρία κι ο Νίκος έχουν απομακρυνθεί πολύ τελευταία», είπε η κυρία Ευγενία στην κυρία Ρούλα. «Κρίμα, ήταν τόσο δεμένοι». Ένιωσα τα μάγουλά μου να καίνε από ντροπή και θυμό. Δεν ήθελα να γίνουμε κουτσομπολιό στη γειτονιά.

Ένα βράδυ, μετά από έναν μεγάλο καβγά με τον Νίκο – γιατί όλα πια κατέληγαν σε καβγά – κάθισα μόνη στην κουζίνα και σκέφτηκα τη ζωή μου. Πάντα ήμουν ανεξάρτητη. Δούλευα από μικρή σε φούρνο, μετά σε γραφείο λογιστή, ποτέ δεν ήθελα να εξαρτώμαι από κανέναν – ούτε καν από τον άντρα μου. Όμως τώρα ένιωθα πως όλη μου η προσπάθεια δεν είχε σημασία μπροστά σε μια αδικία που δεν μπορούσα να διορθώσω.

Η πεθερά μου με πήρε τηλέφωνο μια μέρα: «Μαρία μου, μην κρατάς κακία. Έτσι έπρεπε να γίνει». Δεν απάντησα. Τι σημαίνει «έτσι έπρεπε»; Ποιος αποφασίζει τι είναι δίκαιο και τι όχι; Γιατί οι γονείς αγαπούν περισσότερο το ένα παιδί από το άλλο;

Ο Νίκος άρχισε να πίνει τα βράδια. Μια φορά γύρισε σπίτι μεθυσμένος και ξέσπασε: «Δεν αξίζω τίποτα! Ούτε οι ίδιοι μου οι γονείς δεν με υπολογίζουν!» Τον αγκάλιασα σφιχτά κι έκλαψα μαζί του. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως είμαστε πραγματικά μόνοι μας.

📖 Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ! 👇

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Μαρία. Δεν είμαι έτοιμος για γάμο.»Η φωνή του Μιχάλη αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μου...
02/10/2025

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Μαρία. Δεν είμαι έτοιμος για γάμο.»

Η φωνή του Μιχάλη αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μου το είπε μόλις τώρα. Καθόμασταν στο μικρό μας διαμέρισμα στην Καλλιθέα, με τα φώτα χαμηλωμένα και τη βροχή να χτυπάει τα τζάμια. Τα χέρια μου έτρεμαν. Είχα μόλις του πει ότι είμαι έγκυος. Περίμενα να με πάρει αγκαλιά, να μου πει πως όλα θα πάνε καλά. Αντί γι’ αυτό, με κοίταξε με μάτια γεμάτα φόβο και αβεβαιότητα.

«Μιχάλη, τι εννοείς; Πάντα λέγαμε πως αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα το αντιμετωπίσουμε μαζί. Δεν είμαστε παιδιά πια!»

Έσκυψε το κεφάλι. «Δεν ξέρω, Μαρία. Η μάνα μου λέει πως δεν χρειάζεται να βιαστούμε. Να δούμε πρώτα πώς θα πάει...»

Η καρδιά μου βούλιαξε. Η κυρία Ελένη, η μητέρα του Μιχάλη, ποτέ δεν με συμπάθησε πραγματικά. Πάντα κάτι έβρισκε να σχολιάσει: το πώς ντύνομαι, τη δουλειά μου στο φροντιστήριο, ακόμα και το ότι οι γονείς μου είναι από την επαρχία. Τώρα είχε βρει την ευκαιρία να με κρατήσει μακριά από τον γιο της.

Τις επόμενες μέρες ζούσα σαν φάντασμα. Πήγαινα στη δουλειά, χαμογελούσα στα παιδιά, αλλά μέσα μου ήμουν σπασμένη. Το βράδυ έκλαιγα σιωπηλά στο μπάνιο για να μην με ακούσει ο Μιχάλης. Εκείνος είχε γίνει ψυχρός, απόμακρος. Κοιτούσε το κινητό του με τις ώρες ή έφευγε για «δουλειές».

Μια Κυριακή πρωί, η κυρία Ελένη μας κάλεσε για φαγητό στο σπίτι τους στη Νέα Σμύρνη. Πήγαμε σχεδόν με το ζόρι. Ο κύριος Γιώργος, ο πατέρας του Μιχάλη, ήταν πάντα ήρεμος και δίκαιος άνθρωπος. Μόλις μπήκαμε, με αγκάλιασε ζεστά.

«Πώς είσαι, κορίτσι μου;» με ρώτησε χαμηλόφωνα.

«Καλά...» ψέλλισα, αλλά τα μάτια μου τον πρόδωσαν.

Στο τραπέζι η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Η κυρία Ελένη μιλούσε ασταμάτητα για το πόσο δύσκολες είναι οι εποχές και πως «οι νέοι πρέπει να σκέφτονται καλά πριν κάνουν οικογένεια». Ο Μιχάλης απέφευγε το βλέμμα μου. Ο κύριος Γιώργος τους κοίταζε όλους σιωπηλός.

Ξαφνικά άφησε κάτω το πιρούνι του.

«Φτάνει πια! Εδώ έχουμε ένα παιδί στον δρόμο κι εσείς μιλάτε για λογαριασμούς και κοινωνικά σχόλια;»

Η κυρία Ελένη τον κοίταξε παγωμένη.

«Γιώργο, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα...»

«Είναι πολύ απλά! Ή στέκεστε δίπλα στη Μαρία και στον Μιχάλη ή τους καταστρέφετε!»

Ένιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Για πρώτη φορά κάποιος μιλούσε για μένα, όχι για το τι θα πει ο κόσμος ή τι συμφέρει την οικογένεια.

Το ίδιο βράδυ ο κύριος Γιώργος με πήρε παράμερα.

«Μαρία, ξέρω πως περνάς δύσκολα. Ο Μιχάλης είναι φοβισμένος – όχι γιατί δεν σε αγαπάει, αλλά γιατί μεγάλωσε με μια μάνα που του έμαθε να φοβάται τις ευθύνες. Μην αφήσεις κανέναν να σε κάνει να νιώθεις μόνη.»

Έκλαψα στην αγκαλιά του σαν μικρό παιδί.

Τις επόμενες εβδομάδες η κατάσταση χειροτέρευε. Ο Μιχάλης όλο και πιο συχνά κοιμόταν στον καναπέ ή έβγαινε έξω μέχρι αργά. Η κυρία Ελένη ερχόταν στο σπίτι μας χωρίς προειδοποίηση «για να βοηθήσει», αλλά στην πραγματικότητα για να ελέγξει αν όλα είναι όπως τα θέλει εκείνη.

Μια μέρα γύρισα σπίτι και τη βρήκα να ψαχουλεύει τα ντουλάπια μου.

«Τι κάνετε εδώ;» τη ρώτησα ψυχρά.

«Ήρθα να δω αν έχεις όλα όσα χρειάζεσαι... Για το παιδί.»

«Το παιδί είναι και δικό μου», της απάντησα σφιγμένα.

Με κοίταξε αφ’ υψηλού. «Αν ήξερες να κρατάς τον άντρα σου, δεν θα είχαμε φτάσει ως εδώ.»

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια 👇

«Μάνα, πώς είσαι σήμερα; Έφαγες;»Η φωνή του Νίκου ακούγεται από το ακουστικό, βιαστική, σχεδόν μηχανική. Κοιτάζω το ρολό...
02/10/2025

«Μάνα, πώς είσαι σήμερα; Έφαγες;»

Η φωνή του Νίκου ακούγεται από το ακουστικό, βιαστική, σχεδόν μηχανική. Κοιτάζω το ρολόι: 18:05. Πάντα τέτοια ώρα με παίρνει, λες και έχει βάλει υπενθύμιση στο κινητό του. «Καλά είμαι, παιδί μου», απαντώ, προσπαθώντας να κρύψω τη θλίψη στη φωνή μου. «Όλα καλά εδώ.»

Σιωπή στην άλλη άκρη. Ακούω φασαρία, μάλλον είναι στο μετρό ή στο δρόμο. «Ωραία, μάνα. Θα σε πάρω αύριο πάλι. Να προσέχεις.» Και κλείνει.

Αφήνω το ακουστικό και μένω να κοιτάζω το παλιό μου τηλέφωνο. Τα δάχτυλά μου τρέμουν ελαφρώς. Δεν ξέρω αν είναι από τα χρόνια ή από την απογοήτευση. Πόσο καιρό έχω να δω τα παιδιά μου από κοντά; Η Μαρία είχε έρθει πριν δύο μήνες, για δέκα λεπτά μόνο, να αφήσει κάτι χαρτιά για τη δουλειά της. Ο Γιάννης ούτε που θυμάμαι πότε πέρασε τελευταία φορά.

Σηκώνομαι αργά και πηγαίνω στο παράθυρο. Η Κυψέλη έχει αλλάξει τόσο πολύ. Παλιά, τα απογεύματα άκουγες παιδιά να παίζουν στις αυλές, μυρωδιές από μαγειρεμένα φαγητά να βγαίνουν από τα παράθυρα. Τώρα, μόνο αυτοκίνητα και κορναρίσματα.

Το τηλέφωνο ξαναχτυπά. Αυτή τη φορά είναι η Μαρία.

«Μαμά, όλα καλά;»

«Ναι, κορίτσι μου.»

«Θα περάσω αύριο να σου φέρω κάτι ψώνια. Θέλεις τίποτα συγκεκριμένο;»

«Όχι, αγάπη μου, ό,τι να ’ναι.»

«Ωραία. Μην ξεχάσεις να πάρεις τα χάπια σου.»

«Δεν ξεχνάω.»

«Εντάξει, μαμά. Φιλιά.»

Κλείνει πριν προλάβω να πω κάτι άλλο. Πόσο γρήγορα περνάει η ζωή; Πριν λίγα χρόνια το σπίτι ήταν γεμάτο φωνές, γέλια, καβγάδες για το ποιος θα φάει το τελευταίο κομμάτι μπουγάτσα. Τώρα μόνο σιωπή.

Το βράδυ, ξαπλώνω στο κρεβάτι και σκέφτομαι: Τους μεγάλωσα με κόπο. Ο άντρας μου, ο Σταύρος, έφυγε νωρίς – καρδιά. Όλα τα βάρη έπεσαν πάνω μου. Δούλευα καθαρίστρια σε σχολείο για να μη λείψει τίποτα στα παιδιά. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα που δεν είχαμε λεφτά για δέντρο κι έφτιαξα ένα μικρό από χαρτόνι με τα παιδιά. Τότε γελούσαμε με τα λίγα.

Τώρα έχουν όλοι τις ζωές τους. Ο Νίκος δουλεύει σε μια εταιρεία πληροφορικής, η Μαρία λογίστρια, ο Γιάννης ακόμα ψάχνει δουλειά – όλο λέει θα φύγει για εξωτερικό.

Την επόμενη μέρα, η Μαρία έρχεται με μια σακούλα ψώνια.

«Μαμά, πρέπει να μιλήσουμε για το σπίτι», λέει ξαφνικά.

Την κοιτάζω απορημένη.

«Τι εννοείς;»

«Ξέρεις… Ο Νίκος λέει πως αν το πουλήσουμε, θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον Γιάννη να φύγει έξω. Εσύ τι λες;»

Νιώθω ένα μαχαίρι στην καρδιά. «Και πού θα πάω εγώ;»

Η Μαρία αποφεύγει το βλέμμα μου. «Μπορούμε να βρούμε ένα μικρότερο διαμέρισμα για σένα… Ή να πας σε κάποιο καλό γηροκομείο.»

Τα χέρια μου τρέμουν τώρα πιο πολύ. «Δεν είμαι ακόμα για γηροκομείο», λέω σιγανά.

Η Μαρία αναστενάζει. «Το ξέρω, μαμά… Απλώς σκεφτόμαστε τι είναι καλύτερο για όλους.»

Για όλους… Εκτός από μένα;

Το βράδυ τηλεφωνεί ο Νίκος.

«Μάνα, μην το παίρνεις προσωπικά… Απλώς ο Γιάννης έχει ανάγκη.»

«Και εγώ τι είμαι;» ρωτάω με σπασμένη φωνή.

Σιωπή.

📌 Η ιστορία συνεχίζεται στα σχόλια 👇

«Γιατί δεν κάνετε παιδιά;» Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρίας Μαρίας, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, γεμάτη καχυποψία και ...
02/10/2025

«Γιατί δεν κάνετε παιδιά;» Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρίας Μαρίας, αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, γεμάτη καχυποψία και μια δόση κακίας που ποτέ δεν κατάλαβα πώς γεννήθηκε για μένα. Καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας, με τα χέρια σφιγμένα γύρω από το φλιτζάνι του καφέ, προσπαθώντας να βρω μια απάντηση που να μην με πληγώνει, ούτε να με εκθέτει. Ο Νίκος, ο άντρας μου, απέφευγε το βλέμμα μου. Ήξερα πως δεν θα με υπερασπιστεί.

«Δεν είναι όλα στο χέρι μας, μαμά», είπε τελικά, αλλά η φωνή του ήταν αδύναμη, σχεδόν απολογητική. Η κυρία Μαρία αναστέναξε βαριά και με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα που σε κάνει να νιώθεις ανεπαρκής. «Εγώ ήθελα εγγονάκια. Όλες οι φίλες μου έχουν. Εσύ τι κάνεις;»

Εκείνη τη στιγμή ένιωσα να πνίγομαι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτή η συζήτηση. Από τότε που παντρεύτηκα τον Νίκο, πριν πέντε χρόνια, η μητέρα του είχε βρει κάθε ευκαιρία να με μειώσει. Ήμουν «η ξένη», παρόλο που μεγάλωσα κι εγώ στην ίδια γειτονιά της Καλλιθέας. Δεν ήμουν αρκετά καλή για τον γιο της – ούτε όμορφη όσο ήθελε, ούτε πλούσια, ούτε αρκετά υποτακτική.

Ο Νίκος ήταν πάντα ο «καλός γιος». Έτρεχε για τη μάνα του, ακόμα και μετά τον γάμο μας. Κάθε Κυριακή έπρεπε να τρώμε όλοι μαζί στο πατρικό του. Εκείνη μαγείρευε τα πάντα «όπως του αρέσουν», κι εγώ έπρεπε να προσποιούμαι πως δεν με ενοχλεί που ο άντρας μου έτρωγε μόνο από τα χέρια της.

«Ελένη, γιατί δεν μιλάς;» επέμεινε η κυρία Μαρία. «Μήπως έχεις εσύ το πρόβλημα;»

Ένιωσα τα μάτια μου να καίνε. Ο Νίκος δεν είπε τίποτα. Μόνο χαμήλωσε το βλέμμα και άρχισε να παίζει νευρικά με το κινητό του. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ήμουν μόνη.

Το βράδυ, όταν γυρίσαμε σπίτι, προσπάθησα να του μιλήσω. «Γιατί δεν της λες την αλήθεια; Γιατί αφήνεις να νομίζει ότι φταίω εγώ;»

Με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε. «Τι σημασία έχει; Είναι μάνα μου… Δεν θέλω να στεναχωρηθεί.»

«Και εγώ; Εγώ τι είμαι;» φώναξα. «Γιατί πρέπει εγώ να κουβαλάω το βάρος;»

Σιωπή. Πάντα αυτή η σιωπή ανάμεσά μας όταν τα πράγματα δυσκόλευαν.

Η αλήθεια ήταν πως ο Νίκος είχε πρόβλημα γονιμότητας – το ξέραμε από τις πρώτες εξετάσεις που κάναμε μετά τον γάμο. Το δέχτηκα, γιατί τον αγαπούσα. Δεν με ένοιαζε αν θα κάναμε παιδιά ή όχι – ήθελα εκείνον. Αλλά εκείνος δεν άντεχε την ιδέα ότι θα απογοήτευε τη μάνα του.

Έτσι άφησε να πιστεύει εκείνη – και όλη η γειτονιά – πως εγώ ήμουν το πρόβλημα. Κι εγώ σιωπούσα, γιατί ντρεπόμουν να εκθέσω τον άντρα μου.

Τα χρόνια περνούσαν και το βάρος μεγάλωνε. Στις γιορτές, στα οικογενειακά τραπέζια, πάντα κάποιος θα έκανε το σχόλιο: «Ελένη, εσύ πότε θα μας κάνεις ένα παιδάκι;» Κι εγώ χαμογελούσα ψεύτικα, ενώ μέσα μου έκλαιγα.

Μια μέρα, καθώς περπατούσα στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς, άκουσα δύο γυναίκες να μιλάνε πίσω από την πλάτη μου: «Η Ελένη δεν μπορεί να κάνει παιδιά… κρίμα το κορίτσι.» Ένιωσα τα μάγουλά μου να φλέγονται από ντροπή και θυμό.

Το ίδιο βράδυ ξέσπασα στον Νίκο: «Δεν αντέχω άλλο! Θέλω να ξέρουν όλοι την αλήθεια!»

Με κοίταξε τρομαγμένος. «Θα με ξεφτιλίσεις στη μάνα μου;»

«Εγώ σε ξεφτιλίζω ή εσύ εμένα;» φώναξα. Τα λόγια μου αντήχησαν στο άδειο διαμέρισμα.

Από εκείνο το βράδυ άρχισα να απομακρύνομαι από τον Νίκο. Ένιωθα πως δεν είχα πια θέση στη ζωή του – ή μάλλον στη ζωή της μητέρας του. Εκείνος συνέχιζε να τρέχει πίσω της για τα πάντα: ψώνια, λογαριασμούς, ακόμα και για να της αλλάξει μια λάμπα.

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια ⬇

«Μαμά, ποιος είναι; Γιατί τρέμεις έτσι;» Η φωνή της Μαρίας με ξύπνησε από τον λήθαργο. Το τηλέφωνο ακόμα κουδούνιζε, επί...
02/10/2025

«Μαμά, ποιος είναι; Γιατί τρέμεις έτσι;» Η φωνή της Μαρίας με ξύπνησε από τον λήθαργο. Το τηλέφωνο ακόμα κουδούνιζε, επίμονα, σαν να ήξερε πως αυτή η κλήση θα άλλαζε τα πάντα. Το σήκωσα με τρεμάμενο χέρι.

«Ναι;» ψιθύρισα, σχεδόν χωρίς φωνή.

«Ελένη… Είμαι ο Νίκος.»

Η καρδιά μου σταμάτησε για μια στιγμή. Ο Νίκος. Ο άντρας που κάποτε αγάπησα, ο πατέρας της Μαρίας, ο άνθρωπος που με πλήγωσε όσο κανείς άλλος. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από τότε που έφυγε από το σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη, αφήνοντας πίσω του συντρίμμια και σιωπές.

«Τι θέλεις;» κατάφερα να πω, ενώ η Μαρία με κοιτούσε με μάτια γεμάτα απορία και φόβο.

«Πρέπει να μιλήσουμε. Για τη Μαρία. Για όλα.»

Έκλεισα το τηλέφωνο χωρίς να απαντήσω. Τα χέρια μου έτρεμαν. Η Μαρία πλησίασε, άγγιξε το μπράτσο μου.

«Μαμά, τι συμβαίνει;»

Πώς να της εξηγήσω; Πώς να της πω ότι ο πατέρας της ήταν πάντα μια πληγή που δεν έκλεισε ποτέ; Ότι υπήρχαν πράγματα που της έκρυβα για να την προστατεύσω, αλλά τώρα όλα απειλούσαν να βγουν στην επιφάνεια;

Το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Άκουγα τη βροχή να χτυπάει τα τζάμια και σκεφτόμουν τα χρόνια που πέρασαν. Θυμήθηκα τις φωνές, τα σπασμένα πιάτα, τις υποσχέσεις που έγιναν στάχτη. Θυμήθηκα τη μέρα που έφυγε, αφήνοντας ένα σημείωμα: «Δεν μπορώ άλλο. Συγγνώμη.»

Η Μαρία μεγάλωσε χωρίς πατέρα. Της έλεγα πάντα ότι ο Νίκος έφυγε για δουλειά στο εξωτερικό, ότι μας αγαπούσε αλλά δεν μπορούσε να είναι μαζί μας. Ήταν ψέμα – ένα ψέμα που έγινε ασπίδα και φυλακή μαζί.

Το επόμενο πρωί, η Μαρία με βρήκε στην κουζίνα.

«Μαμά, πρέπει να μου πεις την αλήθεια. Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;»

Την κοίταξα στα μάτια. Ήταν δεκαεπτά πια – σχεδόν γυναίκα. Άξιζε να ξέρει.

«Ήταν ο πατέρας σου.»

Έμεινε άφωνη. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

«Γιατί δεν μου είπες ποτέ; Γιατί με άφησες να πιστεύω ότι…»

Δεν άντεξα άλλο. Την αγκάλιασα σφιχτά.

«Ήθελα να σε προστατεύσω. Δεν ήξερα πώς να σου πω την αλήθεια.»

Η Μαρία έκλαιγε στην αγκαλιά μου. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πόσο λάθος είχα κάνει – τα μυστικά δεν προστατεύουν, πληγώνουν.

Τρεις μέρες αργότερα, ο Νίκος ήρθε στο σπίτι. Η Μαρία ήθελε να τον δει – εγώ όχι. Όμως δεν μπορούσα να της το αρνηθώ.

Όταν μπήκε μέσα, ο χρόνος πάγωσε. Είχε γεράσει, τα μάτια του όμως ήταν τα ίδια – γεμάτα ενοχές και πόνο.

«Ελένη… Μαρία…»

Η Μαρία στάθηκε μπροστά του.

«Γιατί έφυγες; Γιατί μας άφησες;»

Ο Νίκος κατέβασε το κεφάλι.

🔽 Δες τη συνέχεια στα σχόλια ⬇

«Δεν σ’ αγαπάω πια, Μαρία.»Η φωνή του Νίκου αντήχησε στο μικρό μας σαλόνι σαν κεραυνός. Τα χέρια μου έτρεμαν, το φως από...
01/10/2025

«Δεν σ’ αγαπάω πια, Μαρία.»

Η φωνή του Νίκου αντήχησε στο μικρό μας σαλόνι σαν κεραυνός. Τα χέρια μου έτρεμαν, το φως από το παράθυρο έπεφτε πάνω στο πρόσωπό του, αλλά τα μάτια του ήταν σκοτεινά, άγνωστα. Για μια στιγμή νόμιζα πως δεν άκουσα καλά. Πώς γίνεται να τελειώνει έτσι μια ζωή μαζί; Πώς γίνεται να γκρεμίζεται ο κόσμος σου με μια φράση;

«Τι είπες;» ψιθύρισα, προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. Ο γιος μας, ο μικρός Γιάννης, έπαιζε στο δωμάτιό του. Δεν ήθελα να ακούσει τίποτα. Δεν ήθελα να καταλάβει ότι η οικογένειά του μόλις διαλύθηκε.

Ο Νίκος απέφυγε το βλέμμα μου. «Δεν μπορώ άλλο. Είμαι κουρασμένος. Δεν είμαι ευτυχισμένος.»

Ένιωσα το πάτωμα να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Πριν λίγες μέρες είχαμε πάει βόλτα στη θάλασσα, γελούσαμε, μιλούσαμε για το καλοκαίρι που ερχόταν. Πώς γίνεται να αλλάζουν όλα τόσο ξαφνικά;

«Υπάρχει άλλη;» ρώτησα, αν και ήδη ήξερα την απάντηση. Στην Ελλάδα, οι φήμες τρέχουν πιο γρήγορα από τον άνεμο. Είχα ακούσει ψιθύρους στη γειτονιά, μα δεν ήθελα να το πιστέψω.

Ο Νίκος δεν απάντησε αμέσως. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, προς την αυλή που φυτέψαμε μαζί τις λεμονιές. «Δεν έχει σημασία. Το θέμα είναι ότι δεν είμαι πια εδώ.»

Ένιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Θυμήθηκα τη μάνα μου, που πάντα έλεγε: «Οι άντρες είναι σαν τα κύματα, Μαρία μου. Άλλοτε σε αγκαλιάζουν, άλλοτε σε πνίγουν.» Τότε γελούσα με αυτή τη φράση. Τώρα με πονούσε.

Τις επόμενες μέρες ζούσα σαν φάντασμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Η πεθερά μου, η κυρία Ελένη, ήρθε να με «συμβουλέψει». «Μην κάνεις βιαστικές κινήσεις, κορίτσι μου. Οι άντρες περνάνε κρίσεις. Εσύ να κρατήσεις το σπίτι.»

Δεν άντεξα. «Κυρία Ελένη, ο γιος σας έχει ήδη φύγει με άλλη γυναίκα. Τι άλλο πρέπει να γίνει για να καταλάβετε ότι το σπίτι δεν κρατιέται μόνο με υπομονή;»

Με κοίταξε αυστηρά. «Σκέψου τον Γιάννη. Τα παιδιά χρειάζονται και τους δύο γονείς.»

«Και τι να κάνω; Να προσποιούμαι; Να ζω σε ψέματα;»

Η μάνα μου ήταν πιο σκληρή. «Εγώ σου τα ‘λεγα! Από τότε που τον γνώρισες στα ΤΕΙ, ήξερα πως δεν ήταν για σένα. Οι άντρες της Αθήνας είναι αλλιώτικοι.»

«Μάνα, σε παρακαλώ…»

«Όχι! Θα γυρίσεις στο χωριό. Θα βρεις δουλειά στο φούρνο του θείου σου. Εδώ στην Αθήνα μόνο πόνο θα βρεις.»

Δεν ήθελα να φύγω από την Αθήνα. Εδώ ήταν η ζωή μου, οι φίλες μου, η δουλειά μου στο λογιστικό γραφείο, το σχολείο του Γιάννη. Αλλά κάθε μέρα ένιωθα ότι πνίγομαι.

Το βράδυ έκλαιγα σιωπηλά για να μην ακούσει ο Γιάννης. Εκείνος με ρωτούσε: «Μαμά, γιατί ο μπαμπάς δεν κοιμάται πια εδώ;»

Τι να του πω; Ότι ο κόσμος μας διαλύθηκε γιατί ο μπαμπάς ερωτεύτηκε άλλη; Ότι η αγάπη τελειώνει;

Στη δουλειά προσπαθούσα να είμαι δυνατή. Η φίλη μου η Σοφία με έπαιρνε αγκαλιά στα διαλείμματα.

«Μαρία, πρέπει να σκεφτείς εσένα. Δεν είσαι μόνο μάνα και σύζυγος. Είσαι άνθρωπος.»

«Δεν ξέρω αν μπορώ…»

«Θα τα καταφέρεις. Όλες τα καταφέρνουμε στο τέλος.»

Τα βράδια έγραφα σε ένα παλιό τετράδιο όσα ένιωθα:

«Σήμερα ένιωσα πως δεν υπάρχω. Σαν να είμαι διαφανής για όλους γύρω μου.»

Ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Νίκος.

«Θέλω να δω τον Γιάννη αύριο.»

«Θα τον δεις», απάντησα ψυχρά.

«Μαρία…»

«Τι;»

«Συγγνώμη.»

Έκλεισα το τηλέφωνο χωρίς να απαντήσω.

Οι μήνες περνούσαν αργά. Ο Γιάννης άρχισε να κάνει ερωτήσεις πιο δύσκολες.

«Μαμά, θα ξαναγυρίσει ο μπαμπάς;»

«Δεν ξέρω, αγόρι μου.»

Ένα απόγευμα, καθώς περπατούσαμε στην πλατεία της γειτονιάς, είδα τον Νίκο με την καινούρια του σύντροφο. Κρατιόντουσαν χέρι-χέρι και γελούσαν. Ο Γιάννης έτρεξε προς τον πατέρα του.

Εγώ έμεινα πίσω, παγωμένη.

👇💬 Τα υπόλοιπα είναι στα σχόλια ⬇

«Μαμά, γιατί δεν μπορείς να μείνεις λίγο ήσυχη; Πάντα κάτι ψάχνεις να κάνεις!», φώναξε η κόρη μου, η Ελένη, καθώς ετοίμα...
01/10/2025

«Μαμά, γιατί δεν μπορείς να μείνεις λίγο ήσυχη; Πάντα κάτι ψάχνεις να κάνεις!», φώναξε η κόρη μου, η Ελένη, καθώς ετοίμαζα τη βαλίτσα μου για την εκδρομή στη Θεσσαλονίκη. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα στην Αθήνα, αλλά μέσα μου έβραζε μια ανησυχία, μια ανάγκη να ξεφύγω από τη σιωπή του σπιτιού. Από τότε που πέθανε ο άντρας μου, ο Νίκος, το σπίτι είχε γεμίσει σκιές και αναμνήσεις που με έπνιγαν.

«Ελένη μου, δεν αντέχω άλλο να κάθομαι μόνη. Θέλω να δω κάτι διαφορετικό, να γνωρίσω ανθρώπους. Δεν είναι κακό αυτό», της απάντησα ήρεμα, αν και μέσα μου ένιωθα τύψεις. Η Ελένη πάντα πίστευε πως η θέση μου ήταν δίπλα στα εγγόνια μου, να τα φροντίζω και να μαγειρεύω. Μα εγώ ήθελα κάτι παραπάνω.

Το λεωφορείο ξεκίνησε νωρίς το πρωί. Γύρω μου, άλλοι συνταξιούχοι γελούσαν, μιλούσαν για τα παιδιά τους, τα φάρμακά τους, τα παλιά τους σπίτια στα χωριά. Κοίταζα έξω από το παράθυρο και σκεφτόμουν πόσο διαφορετική ήταν η ζωή μου από όσα ονειρευόμουν μικρή. Πόσες φορές είχα θυσιάσει τα θέλω μου για την οικογένεια; Πόσες φορές είχα καταπιεί τα λόγια μου για να μην χαλάσω το κλίμα;

Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη μεσημέρι. Ο ήλιος έκαιγε πάνω από τον Λευκό Πύργο και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι ζωή. Εκεί, ανάμεσα σε τουρίστες και φοιτητές, ένιωσα για πρώτη φορά μετά από χρόνια ότι ανήκω κάπου. Η ξεναγός μας, η κυρία Μαρία, μας πήγε βόλτα στην παραλία. Καθώς περπατούσα μόνη μου, άκουσα μια φωνή πίσω μου:

«Συγγνώμη, μήπως έχετε φωτιά;»

Γύρισα και είδα έναν άντρα γύρω στα εβδομήντα, με γκρίζα μαλλιά και ζεστό βλέμμα. «Δεν καπνίζω πια», του απάντησα χαμογελώντας αμήχανα.

«Ούτε εγώ… Απλώς ήθελα μια αφορμή να σας μιλήσω», είπε και γέλασε. Το γέλιο του ήταν καθαρό, σαν παιδιού. «Με λένε Στέλιο.»

Από εκείνη τη στιγμή, κάτι άλλαξε μέσα μου. Ο Στέλιος ήταν χήρος κι αυτός, με δυο παιδιά που ζούσαν στο εξωτερικό. Μιλούσαμε για ώρες: για τα παλιά καλοκαίρια στη Χαλκιδική, για τις δυσκολίες της ζωής στην Ελλάδα μετά την κρίση, για τα όνειρα που αφήσαμε στη μέση.

Το βράδυ, στο ξενοδοχείο, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν τον Στέλιο και ένιωθα ενοχές. Τι θα έλεγε η Ελένη αν μάθαινε ότι γνώρισα κάποιον; Θα με κατηγορούσε ότι ξεχνάω τον πατέρα της; Ή μήπως θα καταλάβαινε ότι κι εγώ έχω δικαίωμα στη χαρά;

Την επόμενη μέρα, ο Στέλιος με κάλεσε για καφέ στην πλατεία Αριστοτέλους. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα και κοιτούσαμε τον κόσμο να περνάει.

«Ξέρεις τι φοβάμαι;» του είπα χαμηλόφωνα. «Ότι θα γυρίσω στην Αθήνα και όλα αυτά θα μοιάζουν σαν όνειρο.»

«Δεν χρειάζεται να είναι όνειρο», μου απάντησε τρυφερά. «Μπορούμε να κρατήσουμε επαφή. Να βλεπόμαστε, να μιλάμε… Δεν είμαστε νεκροί ακόμα.»

Γέλασα δυνατά – πρώτη φορά μετά από χρόνια.

Όταν γύρισα στην Αθήνα, η Ελένη με περίμενε στην πόρτα με σταυρωμένα χέρια.

«Πέρασες καλά;» με ρώτησε ψυχρά.

«Ναι… Πολύ», της απάντησα διστακτικά.

«Γνώρισες κανέναν;» συνέχισε με ειρωνεία.

👇 Ρίξε μια ματιά στα σχόλια για τη συνέχεια 👇

Address

Ioánnina

Alerts

Be the first to know and let us send you an email when Anemos posts news and promotions. Your email address will not be used for any other purpose, and you can unsubscribe at any time.

Share