Anemos

Anemos Αληθινές ιστορίες από τα Βαλκάνια – Μείνε κοντά μας! 👉

«Μαμά, δεν μπορώ άλλο! Δεν αντέχω να μεγαλώνω μόνη μου τα παιδιά, ο Γιώργος δουλεύει όλη μέρα και εγώ έχω αρχίσει να χάν...
15/12/2025

«Μαμά, δεν μπορώ άλλο! Δεν αντέχω να μεγαλώνω μόνη μου τα παιδιά, ο Γιώργος δουλεύει όλη μέρα και εγώ έχω αρχίσει να χάνω τον εαυτό μου!»

Η φωνή της κόρης μου, της Ελένης, έτρεμε στο τηλέφωνο. Ήταν μια βροχερή μέρα του Νοέμβρη, κι εγώ καθόμουν στην κουζίνα του μικρού διαμερίσματος στη Νίκαια, με το παλιό ραδιόφωνο να παίζει χαμηλά ειδήσεις. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ήξερα τι θα μου ζητούσε πριν καν το πει.

«Έλα, παιδί μου. Φέρε τα μικρά αύριο το πρωί. Θα τα φροντίσω εγώ», της απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Η Ελένη ήταν μόλις τριάντα δύο, με δύο παιδιά – τον μικρό Παναγιώτη και τη μικρή Μαρίνα – και έναν άντρα που δούλευε διπλοβάρδιες στο εργοστάσιο για να τα βγάλουν πέρα. Εγώ, χήρα εδώ και δέκα χρόνια, είχα μάθει να ζω με τη μοναξιά και τη σιωπή.

Την επόμενη μέρα, το σπίτι γέμισε ξανά φωνές. Ο Παναγιώτης έτρεχε πάνω-κάτω, σκόνταφτε στα χαλιά, γελούσε με την ψυχή του. Η Μαρίνα, μικρή ακόμα, με κοιτούσε με τα μεγάλα της μάτια και άπλωνε τα χεράκια της να την πάρω αγκαλιά. Ένιωσα ξανά ζωντανή. Η μυρωδιά από το φρεσκοψημένο ψωμί, το γέλιο των παιδιών, οι φωνές τους – όλα αυτά έδιωχναν για λίγο τη σκιά της μοναξιάς που είχε απλωθεί πάνω μου από τότε που έφυγε ο άντρας μου.

Τα χρόνια πέρασαν έτσι. Κάθε πρωί ξυπνούσα πριν χαράξει για να ετοιμάσω πρωινό, να σιδερώσω τις ποδιές τους, να τους πάω σχολείο. Τα απογεύματα τους διάβαζα παραμύθια ή τους βοηθούσα με τα μαθήματα. Η Ελένη κι ο Γιώργος έρχονταν αργά το βράδυ, κουρασμένοι, σχεδόν πάντα βιαστικοί. «Ευχαριστούμε μαμά», έλεγε η Ελένη, αλλά το βλέμμα της ήταν αλλού.

Κάποτε πίστευα πως όλα αυτά θα μετρούσαν. Πως όταν τα παιδιά θα μεγάλωναν, θα με θυμούνταν με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Πως η οικογένεια θα ήταν πάντα ενωμένη. Αλλά η ζωή είχε άλλα σχέδια.

Ο Παναγιώτης πέρασε στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα. Η Μαρίνα πήγε σε ιδιωτικό λύκειο στον Πειραιά. Οι ανάγκες μεγάλωναν, οι απαιτήσεις επίσης. Εγώ συνέχιζα να είμαι εκεί: να μαγειρεύω, να πλένω, να τρέχω στα φροντιστήρια, να στέκομαι δίπλα τους στις χαρές και στις λύπες. Κανείς δεν ρώτησε ποτέ αν κουράζομαι ή αν έχω ανάγκη για κάτι δικό μου.

Μια μέρα, καθώς καθόμουν στο μπαλκόνι με το πλεκτό στα χέρια, άκουσα την Ελένη και τον Γιώργο να μιλούν στην κουζίνα:

«Δεν γίνεται άλλο έτσι», είπε ο Γιώργος. «Η μάνα σου έχει κουραστεί. Πρέπει να βρούμε μια λύση.»

«Και τι να κάνουμε; Να πληρώνουμε γυναίκα; Δεν βγαίνουμε οικονομικά…»

Ένιωσα ένα κόμπο στο λαιμό. Δεν ήθελα να είμαι βάρος σε κανέναν. Όμως ήξερα πως χωρίς εμένα όλα θα κατέρρεαν.

Τα χρόνια πέρασαν κι άλλο. Τα παιδιά μεγάλωσαν, άρχισαν να βγαίνουν με φίλους, να έχουν τη δική τους ζωή. Εγώ έμενα πίσω – πάντα παρούσα όταν με χρειάζονταν, πάντα αόρατη όταν δεν είχαν ανάγκη.

Ένα βράδυ του χειμώνα, ο Παναγιώτης γύρισε αργά σπίτι. Μύριζε τσιγάρο και αλκοόλ. Τον περίμενα ξύπνια.

«Πού ήσουν;» τον ρώτησα απαλά.

«Γιαγιά, άσε με ήσυχο! Δεν είμαι πια παιδί!» μου φώναξε και έκλεισε την πόρτα του δωματίου του με δύναμη.

Ένιωσα την καρδιά μου να ραγίζει. Πότε μεγάλωσε τόσο; Πότε έγινα ξένη μέσα στο ίδιο μου το σπίτι;

Η Μαρίνα άρχισε να απομακρύνεται κι εκείνη. Κλεινόταν στο δωμάτιό της με τις ώρες, μιλούσε στο κινητό με φίλες της ή έγραφε στο Facebook. Όταν προσπαθούσα να της μιλήσω για τη ζωή ή για τα όνειρά της, με κοιτούσε σαν να ήμουν από άλλο κόσμο.

«Γιαγιά, δεν καταλαβαίνεις… Εσύ μεγάλωσες αλλιώς», μου είπε μια μέρα.

Ήθελα τόσο πολύ να της πω πως η αγάπη δεν έχει ηλικία ούτε εποχή. Πως οι θυσίες που έκανα ήταν για εκείνη και τον αδερφό της. Αλλά τα λόγια κόλλησαν στο λαιμό μου.

👇💬 Τα υπόλοιπα είναι στα σχόλια ⬇

«Μάνα, πάλι τα ίδια; Δεν βλέπεις ότι έχουμε δουλειές;» Η φωνή της κόρης μου, της Ελένης, αντηχεί στο σαλόνι, γεμάτη ανυπ...
15/12/2025

«Μάνα, πάλι τα ίδια; Δεν βλέπεις ότι έχουμε δουλειές;» Η φωνή της κόρης μου, της Ελένης, αντηχεί στο σαλόνι, γεμάτη ανυπομονησία. Κρατάει το κινητό της στο χέρι, τα δάχτυλά της τρέμουν από νεύρα. Ο εγγονός μου, ο μικρός Νίκος, κάθεται στον καναπέ με τα ακουστικά του, βυθισμένος στον δικό του κόσμο. Ο γαμπρός μου, ο Παναγιώτης, διαβάζει εφημερίδα χωρίς να σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου. Κι εγώ, στη μέση του δωματίου, κρατάω το πιάτο με το φαγητό που μόλις ζέστανα για όλους.

«Ήθελα μόνο να σας ρωτήσω αν θα φάτε μαζί μου σήμερα…» ψιθυρίζω. Η φωνή μου χάνεται μέσα στο θόρυβο της τηλεόρασης και των ειρωνικών γελάκιων του Νίκου. Κανείς δεν απαντάει. Αφήνω το πιάτο στο τραπέζι και κάθομαι στην άκρη της καρέκλας, προσπαθώντας να μην ενοχλώ.

Πριν λίγα χρόνια, το σπίτι αυτό ήταν γεμάτο ζωή. Τα παιδιά μου έτρεχαν στους διαδρόμους, ο άντρας μου ο Σταύρος γελούσε δυνατά και με αγκάλιαζε κάθε βράδυ. Τώρα, ο Σταύρος έχει φύγει εδώ και μια δεκαετία. Τα παιδιά μεγάλωσαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Όταν η Ελένη χώρισε και ήρθε να μείνει ξανά μαζί μου με τον Νίκο, νόμιζα πως θα ξαναβρώ λίγη χαρά. Μα η χαρά αυτή γρήγορα έγινε βάρος.

«Μάνα, μπορείς να μαζέψεις τα ρούχα από το μπαλκόνι; Έχω να πάω τον Νίκο στο φροντιστήριο.» Η φωνή της Ελένης είναι διαταγή πια, όχι παράκληση. Σηκώνομαι αργά – τα γόνατά μου πονάνε – και μαζεύω τα ρούχα. Κάθε μέρα νιώθω πως γίνομαι αόρατη. Υπάρχω μόνο για να εξυπηρετώ.

Το βράδυ, όταν όλοι κοιμούνται ή κλείνονται στα δωμάτιά τους, κάθομαι στην κουζίνα με ένα φλιτζάνι χαμομήλι. Κοιτάζω τις φωτογραφίες στον τοίχο: εγώ νέα, με τον Σταύρο και τα παιδιά στην παραλία της Καλαμάτας. Το χαμόγελό μου τότε ήταν αληθινό. Τώρα, ακόμα κι όταν χαμογελώ στον καθρέφτη, βλέπω μόνο ρυτίδες και μάτια κουρασμένα.

Μια μέρα, καθώς σκουπίζω το πάτωμα, ακούω την Ελένη να μιλάει στο τηλέφωνο: «Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα… Η μάνα μου όλο γκρινιάζει και ο Νίκος δεν έχει χώρο να διαβάσει… Πότε θα βρω ένα δικό μου σπίτι;» Τα λόγια της με καρφώνουν σαν μαχαίρι. Δεν είμαι πια το στήριγμά της· είμαι βάρος.

Το απόγευμα έρχεται η αδερφή μου η Μαρία για καφέ. «Σου λείπει ο Σταύρος;» με ρωτάει χαμηλόφωνα.

«Κάθε μέρα…» της απαντώ. «Αλλά πιο πολύ μου λείπει να νιώθω χρήσιμη.»

Η Μαρία με κοιτάζει με κατανόηση. «Εσύ τους μεγάλωσες όλους… Τώρα πρέπει να φροντίσεις εσένα.»

«Πώς; Όταν όλοι γύρω σου σε βλέπουν σαν υπηρέτρια;»

Η Μαρία σιωπά. Ξέρει πως δεν υπάρχει εύκολη απάντηση.

Τα βράδια ακούω τον Νίκο να μιλάει με φίλους του στο διαδίκτυο. «Η γιαγιά είναι περίεργη… Όλο ρωτάει πράγματα.» Δεν θέλω να ενοχλώ. Θέλω μόνο να μοιραστώ λίγες κουβέντες.

Μια Κυριακή πρωί, αποφασίζω να κάνω κάτι για μένα. Βάζω το καλό μου φόρεμα και βγαίνω στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς. Οι μυρωδιές από τα φρούτα και τα λαχανικά με ζαλίζουν ευχάριστα. Μια παλιά φίλη, η κυρία Κατίνα, με χαιρετάει θερμά.

«Έλα να πιούμε έναν καφέ!» μου λέει.

Για πρώτη φορά μετά από μήνες νιώθω άνθρωπος. Μιλάμε για τα παλιά, γελάμε, θυμόμαστε τις εκδρομές μας στη Μάνη όταν ήμασταν νέες. Η Κατίνα με κοιτάζει στα μάτια: «Μην αφήνεις κανέναν να σε κάνει να νιώθεις λιγότερη.»

Γυρίζοντας σπίτι, βρίσκω την Ελένη θυμωμένη.

«Πού ήσουν; Ο Νίκος πεινούσε! Έπρεπε να του ζεστάνω εγώ το φαγητό!»

«Ελένη… είμαι εβδομήντα χρονών. Δεν μπορώ πια να τα κάνω όλα μόνη μου.»

Η Ελένη με κοιτάζει σαν να μην καταλαβαίνει τι λέω.

«Αν δεν σου αρέσει εδώ, μπορείς να πας σε γηροκομείο!» πετάει με πίκρα.

Τα λόγια της με διαλύουν. Ποτέ δεν σκέφτηκα πως θα άκουγα κάτι τέτοιο από το ίδιο μου το παιδί.

👇 Ρίξε μια ματιά στα σχόλια για τη συνέχεια 👇

«Δεν θα το κάνω, μάνα. Δεν μπορώ!» φώναξα, ενώ τα χέρια μου έτρεμαν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Η μητέρα μου, η κυρία...
15/12/2025

«Δεν θα το κάνω, μάνα. Δεν μπορώ!» φώναξα, ενώ τα χέρια μου έτρεμαν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Η μητέρα μου, η κυρία Ελένη, με κοίταξε με μάτια γεμάτα κατανόηση και φόβο. Ο πατέρας μου, ο κύριος Νίκος, στεκόταν όρθιος στη γωνία, με το πρόσωπό του σκληρό σαν πέτρα.

«Μιχάλη, δεν είναι σωστό αυτό που λες», είπε ο πατέρας μου με βραχνή φωνή. «Το παιδί τι φταίει;»

Η φωνή του αντήχησε μέσα μου σαν κεραυνός. Δεν ήξερα τι να απαντήσω. Από τη μια, ήξερα πως η Μαρία, η κοπέλα μου, περίμενε από εμένα να σταθώ δίπλα της. Από την άλλη, ένιωθα παγιδευμένος. Δεν ήμουν έτοιμος για γάμο, ούτε για παιδί. Ήμουν μόλις 25 χρονών, δούλευα σε ένα καφέ στο Παγκράτι και προσπαθούσα να τελειώσω τη σχολή μου στη Φιλοσοφική.

Η Μαρία με πήρε τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ. «Μιχάλη, πρέπει να μιλήσουμε», είπε με τρεμάμενη φωνή. Κατάλαβα αμέσως πως κάτι σοβαρό συνέβαινε. Βρεθήκαμε στο παγκάκι της πλατείας και εκείνη, με δάκρυα στα μάτια, μου είπε πως είναι έγκυος.

«Και τώρα;» ρώτησα σχεδόν ψιθυριστά.

«Δεν ξέρω... Εσύ τι θες;»

Δεν απάντησα. Το μυαλό μου είχε μπλοκάρει. Ένιωθα πως όλη μου η ζωή γκρεμιζόταν μπροστά στα μάτια μου.

Γύρισα σπίτι αργά το βράδυ και βρήκα τους γονείς μου να βλέπουν τηλεόραση. Δεν άντεξα και τους το είπα αμέσως. Η μητέρα μου με αγκάλιασε σφιχτά.

«Ό,τι κι αν αποφασίσεις, εγώ θα είμαι δίπλα σου», είπε χαμηλόφωνα.

Ο πατέρας μου όμως σηκώθηκε απότομα. «Δεν είναι έτσι τα πράγματα! Έχεις ευθύνη! Δεν μπορείς να αφήσεις ένα παιδί χωρίς πατέρα!»

Από εκείνο το βράδυ, το σπίτι μας έγινε πεδίο μάχης. Η μητέρα μου προσπαθούσε να με προστατέψει, να με δικαιολογήσει. «Είναι μικρός ακόμα, Νίκο! Δεν είναι έτοιμος!»

Ο πατέρας μου όμως δεν υποχωρούσε. «Κι εγώ μικρός ήμουν όταν γεννήθηκες! Αλλά στάθηκα στα πόδια μου! Τι θα πει δεν είσαι έτοιμος; Το παιδί δεν περιμένει!»

Οι μέρες περνούσαν και η ένταση μεγάλωνε. Η Μαρία με πίεζε να αποφασίσω. «Δεν μπορώ να περιμένω άλλο, Μιχάλη. Οι γονείς μου θέλουν να ξέρουν τι θα γίνει.»

Οι δικοί της ήταν παραδοσιακοί άνθρωποι από την Κρήτη. Ο πατέρας της, ο κύριος Μανώλης, είχε ήδη αρχίσει να ψάχνει για εκκλησία και κουμπάρους. Η μητέρα της, η κυρία Κατερίνα, έκλαιγε κάθε βράδυ.

Ένιωθα πως όλοι περίμεναν από εμένα να πάρω μια απόφαση που δεν ήθελα να πάρω. Έβλεπα τον εαυτό μου παγιδευμένο σε έναν γάμο που δεν ήθελα, με μια ευθύνη που με τρόμαζε.

Ένα βράδυ, μετά από έναν ακόμη καυγά στο σπίτι, βγήκα έξω και περπάτησα μέχρι τη θάλασσα στη Βουλιαγμένη. Κάθισα στην άκρη του μόλου και κοίταξα τα φώτα της πόλης να τρεμοπαίζουν στο νερό.

«Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησα τον εαυτό μου φωναχτά.

Ένιωθα μόνος. Οι φίλοι μου είχαν αρχίσει να απομακρύνονται – άλλοι γιατί δεν ήθελαν να μπλέξουν στα οικογενειακά μου, άλλοι γιατί δεν καταλάβαιναν το βάρος που κουβαλούσα.

Η Μαρία με έπαιρνε κάθε μέρα τηλέφωνο. Κάποιες φορές απαντούσα, άλλες όχι. Όταν μιλούσαμε, πάντα κατέληγε να κλαίει.

«Δεν θέλω να σε πιέσω», είπε μια μέρα με σπασμένη φωνή. «Αλλά δεν μπορώ να μεγαλώσω αυτό το παιδί μόνη μου.»

Τότε ήταν που πήρα την απόφαση. Θα της έλεγα ότι δεν μπορώ να παντρευτώ. Ότι δεν είμαι έτοιμος.

Το βράδυ που της το ανακοίνωσα, συναντηθήκαμε στο ίδιο παγκάκι που είχαμε καθίσει όταν μου είπε για την εγκυμοσύνη.

«Μαρία... Συγγνώμη... Δεν μπορώ», είπα κοιτώντας τα παπούτσια μου.

Εκείνη έμεινε σιωπηλή για λίγα δευτερόλεπτα και μετά άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

«Γιατί; Τι φοβάσαι τόσο πολύ;»

«Δεν ξέρω... Δεν είμαι έτοιμος για όλα αυτά.»

«Και το παιδί;»

Δεν απάντησα. Έφυγα τρέχοντας σχεδόν από την πλατεία.

Όταν γύρισα σπίτι, ο πατέρας μου με περίμενε στο σαλόνι.

«Της το είπες;»

Έγνεψα καταφατικά.

«Ντροπή σου», είπε μόνο και σηκώθηκε να φύγει.

📖 Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ! 👇

«Μαμά, μην το παίρνεις τόσο βαριά. Ο μπαμπάς έχει δικαίωμα να είναι ευτυχισμένος.»Η φωνή του Πέτρου αντηχεί ακόμα στ’ αυ...
15/12/2025

«Μαμά, μην το παίρνεις τόσο βαριά. Ο μπαμπάς έχει δικαίωμα να είναι ευτυχισμένος.»

Η φωνή του Πέτρου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, σαν να μην πέρασε ούτε λεπτό από εκείνο το βράδυ. Καθόμασταν στην κουζίνα, στο ίδιο τραπέζι που τόσα χρόνια μοιραζόμασταν χαρές και λύπες, και ξαφνικά ένιωσα ξένη. Ο μικρός μου, ο Πέτρος, που κάποτε με αγκάλιαζε όταν έπεφτε και χτυπούσε το γόνατό του, τώρα με κοιτούσε με ψυχρότητα. Ο μεγάλος, ο Νίκος, απέφευγε το βλέμμα μου, παίζοντας νευρικά με το κινητό του.

«Δηλαδή, αυτό είναι; Τριάντα χρόνια μαζί και τώρα απλά… τελείωσε;» ψιθύρισα, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.

Ο Νίκος αναστέναξε. «Μαμά, δεν φταίει μόνο ο μπαμπάς. Ίσως κι εσύ να μην ήσουν ευτυχισμένη. Μην τα ρίχνεις όλα πάνω του.»

Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται. Πώς γίνεται τα ίδια μου τα παιδιά να μην βλέπουν την προδοσία; Πώς γίνεται να στέκονται δίπλα του; Ο Σταύρος είχε φύγει πριν τρεις εβδομάδες. Μου άφησε ένα σημείωμα στον πάγκο της κουζίνας – ούτε καν το θάρρος να με κοιτάξει στα μάτια. «Ελένη, συγγνώμη. Δεν μπορώ άλλο. Βρήκα κάποιον που με κάνει να νιώθω ζωντανός ξανά.» Αυτό ήταν όλο. Τριάντα χρόνια διαγραμμένα σε μια πρόταση.

Τις πρώτες μέρες περπατούσα σαν φάντασμα μέσα στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη. Τα πάντα μου θύμιζαν εκείνον: το παλιό ραδιόφωνο που άκουγε τα πρωινά, οι φωτογραφίες από τα καλοκαίρια στη Σίφνο, το άρωμά του που είχε ποτίσει τα σεντόνια. Οι φίλες μου προσπαθούσαν να με παρηγορήσουν – «Ελένη, θα περάσει», «Είσαι δυνατή», «Θα βρεις τον εαυτό σου». Μα εγώ ένιωθα χαμένη.

Το χειρότερο όμως ήταν τα παιδιά. Περίμενα πως θα σταθούν δίπλα μου, πως θα καταλάβουν τον πόνο μου. Αντί γι’ αυτό, έβλεπα στα μάτια τους μια αμηχανία, σχεδόν θυμό. Ο Πέτρος ερχόταν σπίτι μόνο για να πάρει καθαρά ρούχα και να φάει στα γρήγορα. Ο Νίκος είχε μετακομίσει ήδη με τη φίλη του στη Γλυφάδα και σπάνια τηλεφωνούσε.

Ένα βράδυ, δεν άντεξα άλλο. Τους κάλεσα και τους δύο να έρθουν για φαγητό. Έφτιαξα γεμιστά – το αγαπημένο τους. Ήθελα να νιώσουμε πάλι οικογένεια, έστω για λίγο.

«Μαμά, γιατί μας κάλεσες;» ρώτησε ο Νίκος μόλις κάθισε.

«Γιατί θέλω να μιλήσουμε. Να καταλάβετε πώς νιώθω.»

Ο Πέτρος ανασήκωσε τους ώμους. «Μαμά, δεν είναι ανάγκη να κάνεις έτσι. Ο μπαμπάς… απλά ερωτεύτηκε άλλη γυναίκα. Συμβαίνει.»

Ένιωσα το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. «Συμβαίνει; Αυτό λες για τον πατέρα σου; Τριάντα χρόνια μαζί! Σας μεγάλωσα μόνη μου σχεδόν – εκείνος δούλευε ατελείωτες ώρες! Κι όταν βρήκε χρόνο…» Η φωνή μου έσπασε.

Ο Νίκος σηκώθηκε απότομα. «Δεν αντέχω άλλο αυτή τη μιζέρια! Όλο κλαις και παραπονιέσαι! Ίσως αν ήσουν πιο χαρούμενη, να μην έφευγε!»

Έμεινα άφωνη. Τα λόγια του ήταν μαχαίρι στην καρδιά. Έφυγαν και οι δύο αφήνοντάς με μόνη στο τραπέζι, με τα γεμιστά άθικτα.

Τις επόμενες μέρες βυθίστηκα στη σιωπή. Δεν ήθελα να δω κανέναν. Η μάνα μου τηλεφωνούσε κάθε μέρα – «Ελένη μου, κράτα γερά». Η αδερφή μου, η Μαρία, ήρθε σπίτι με τσουρέκι και κουλουράκια – «Θα περάσει κι αυτό». Μα τίποτα δεν γλύκαινε την πίκρα.

Ένα απόγευμα, καθώς έβλεπα παλιές φωτογραφίες, βρήκα μια από τότε που ήμουν έγκυος στον Πέτρο. Ο Σταύρος με κρατούσε αγκαλιά στην παραλία της Βάρκιζας. Χαμογελούσαμε πλατιά – τότε πίστευα πως τίποτα δεν θα μας χώριζε ποτέ.

Τηλεφώνησα στη Μαρία κλαίγοντας. «Δεν αντέχω άλλο… Τα παιδιά με κατηγορούν! Λες κι εγώ φταίω που έφυγε!»

Η Μαρία αναστέναξε βαθιά. «Ελένη, τα παιδιά είναι μπερδεμένα. Ίσως ο Σταύρος τους είπε πράγματα… Ίσως νιώθουν ότι πρέπει να πάρουν θέση.»

«Μα γιατί όχι τη δική μου;»

«Γιατί ίσως φοβούνται πως αν σε στηρίξουν, θα χάσουν τον πατέρα τους.»

Άρχισα να βλέπω τα πράγματα αλλιώς. Ίσως όντως τα παιδιά να ήταν χαμένα στη δική τους θλίψη και αμηχανία.

Πέρασαν εβδομάδες έτσι – εγώ μόνη στο σπίτι, εκείνοι μακριά. Μια μέρα χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα και είδα τον Πέτρο στην πόρτα.

«Μπορώ να μπω;» ρώτησε διστακτικά.

Κούνησα το κεφάλι και κάθισε στο σαλόνι.

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια 👇

«Πού είναι ο Νίκος; Πείτε μου, σας παρακαλώ!» Η φωνή της κοπέλας έσπασε τη σιωπή του σπιτιού μου, ενώ έξω η βροχή χτυπού...
15/12/2025

«Πού είναι ο Νίκος; Πείτε μου, σας παρακαλώ!» Η φωνή της κοπέλας έσπασε τη σιωπή του σπιτιού μου, ενώ έξω η βροχή χτυπούσε μανιασμένα τα τζάμια. Στεκόταν μπροστά μου, μούσκεμα ως το κόκαλο, με τα μαλλιά κολλημένα στο πρόσωπό της και τα μάτια γεμάτα αγωνία. Δεν την είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου.

«Συγγνώμη, ποια είστε;» κατάφερα να ψελλίσω, νιώθοντας το στομάχι μου να σφίγγεται. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, σαν να ήξερε ήδη πως κάτι ανεπανόρθωτο είχε συμβεί.

«Είμαι η Μαρία… η αρραβωνιαστικιά του Νίκου. Έχει χαθεί εδώ και δύο εβδομάδες. Δεν απαντάει στα τηλέφωνα, δεν εμφανίζεται πουθενά. Είπα να έρθω σε εσάς… ίσως ξέρετε κάτι.»

Τα λόγια της με χτύπησαν σαν κεραυνός. Ο Νίκος, ο γιος μου, είχε αρραβωνιαστεί; Πότε; Πώς; Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Τον τελευταίο καιρό ήταν απόμακρος, κλεισμένος στον εαυτό του, αλλά νόμιζα πως ήταν απλώς η δουλειά ή οι φίλοι του. Πόσο λάθος έκανα…

Την κάλεσα μέσα. Έβρασα τσάι, αλλά τα χέρια μου έτρεμαν τόσο που λίγο έλειψε να ρίξω το βραστήρα κάτω. Η Μαρία κάθισε στον καναπέ, κοιτώντας με ένα βλέμμα γεμάτο ελπίδα και φόβο.

«Δεν ήξερα ότι ο Νίκος είχε σχέση…» της είπα διστακτικά. «Δεν μου είχε πει τίποτα.»

Η Μαρία δάγκωσε τα χείλη της. «Ήθελε να σας το πει… αλλά φοβόταν. Μου είπε ότι είχατε τσακωθεί άσχημα πριν λίγο καιρό.»

Ένιωσα ένα κύμα ντροπής να με πλημμυρίζει. Ναι, είχαμε τσακωθεί. Για τα λεφτά, για τις επιλογές του, για το ότι δεν ήθελε να συνεχίσει την οικογενειακή επιχείρηση στο μαγαζί με τα υφάσματα στην Ερμού. Εγώ ήθελα να κρατήσει την παράδοση, εκείνος ήθελε να γίνει φωτογράφος. «Δεν είναι δουλειά αυτή στην Ελλάδα σήμερα», του φώναζα. Εκείνος έφευγε από το σπίτι χτυπώντας την πόρτα.

«Δεν ξέρω τίποτα για την εξαφάνισή του», της είπα τελικά. «Αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για να τον βρούμε.»

Τις επόμενες μέρες η Μαρία ερχόταν κάθε απόγευμα. Ψάχναμε μαζί: τηλεφωνούσαμε σε φίλους του Νίκου, πηγαίναμε στο στούντιο φωτογραφίας όπου δούλευε, ρωτούσαμε στη γειτονιά. Κανείς δεν ήξερε τίποτα – ή έτσι έλεγαν τουλάχιστον.

Ένα βράδυ, καθώς καθόμασταν σιωπηλές στην κουζίνα, η Μαρία ξέσπασε:

«Ξέρετε… ο Νίκος είχε αρχίσει να φοβάται. Έλεγε πως κάποιος τον παρακολουθούσε.»

Την κοίταξα αποσβολωμένη. «Τι εννοείς;»

«Δεν ξέρω… Μου είπε μόνο ότι είχε μπλέξει σε κάτι που δεν μπορούσε να μου εξηγήσει. Ότι αν του συνέβαινε κάτι, να πάω σε εσάς.»

Η καρδιά μου βούλιαξε. Τι είχε κάνει ο γιος μου; Ποια ήταν αυτά τα μυστικά που έκρυβε από μένα; Ήμουν τόσο απασχολημένη με τις δικές μου προσδοκίες και τα δικά μου όνειρα για εκείνον που δεν είχα καταλάβει τίποτα.

Το ίδιο βράδυ βρήκα στο δωμάτιό του ένα παλιό κουτί παπουτσιών κάτω από το κρεβάτι του. Μέσα είχε φωτογραφίες – όχι τις συνηθισμένες οικογενειακές φωτογραφίες, αλλά εικόνες από διαδηλώσεις, γκράφιτι στους τοίχους της Αθήνας, πρόσωπα νέων παιδιών με κουκούλες. Στη μέση του κουτιού υπήρχε ένα σημειωματάριο γεμάτο σημειώσεις: «Η αλήθεια πρέπει να βγει στο φως», «Δεν θα τους αφήσουμε να μας φιμώσουν».

Έτρεξα στη Μαρία με το κουτί στα χέρια.

«Ξέρεις κάτι για αυτά;» τη ρώτησα.

Η Μαρία πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Νίκος ήταν μέλος μιας ομάδας που αποκάλυπτε σκάνδαλα για πολιτικούς και επιχειρηματίες. Είχε τραβήξει φωτογραφίες από μια παράνομη συμφωνία στο λιμάνι του Πειραιά… Φοβόταν ότι τον είχαν καταλάβει.»

Ένιωσα το αίμα να παγώνει στις φλέβες μου. Ο γιος μου είχε μπλέξει σε κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο μπορούσα να φανταστώ.

Την επόμενη μέρα πήγα στην αστυνομία με τη Μαρία και το κουτί με τις φωτογραφίες. Ο αστυνόμος Παπαδόπουλος μας άκουσε προσεκτικά.

«Αν αυτά που λέτε ισχύουν», είπε σοβαρά, «ο γιος σας μπορεί να κινδυνεύει πραγματικά.»

Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Η Μαρία κοιμόταν στον καναπέ μου – ή μάλλον δεν κοιμόταν καθόλου, όπως κι εγώ. Κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο πεταγόμουν τρομαγμένη.

Ένα βράδυ, γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, το κινητό της Μαρίας χτύπησε. Ήταν άγνωστος αριθμός.

📌 Η ιστορία συνεχίζεται στα σχόλια 👇

«Μαμά, γιατί η Μαρία δεν τρώει μαζί μας;» ρώτησα ψιθυριστά, καθώς έβλεπα τη φίλη μου να κάθεται μόνη της στο πεζούλι, με...
15/12/2025

«Μαμά, γιατί η Μαρία δεν τρώει μαζί μας;» ρώτησα ψιθυριστά, καθώς έβλεπα τη φίλη μου να κάθεται μόνη της στο πεζούλι, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. Η μητέρα μου με κοίταξε αυστηρά, σχεδόν φοβισμένα. «Σσσσς, μην το λες δυνατά. Δεν είναι σωστό να ανακατευόμαστε στα ξένα σπίτια», μου απάντησε, αλλά το βλέμμα της ήταν γεμάτο αγωνία.

Ήταν καλοκαίρι του 1997, σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης όπου οι φωνές των παιδιών μπλέκονταν με το βουητό των αυτοκινήτων και τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού από τον φούρνο του κυρ-Γιάννη. Η Μαρία ήταν ένα αδύνατο κορίτσι με μεγάλα, σκούρα μάτια και μαλλιά πιασμένα σε δύο κοτσιδάκια. Το σπίτι της ήταν δίπλα στο δικό μας, αλλά πάντα σκοτεινό και σιωπηλό. Οι γονείς της δούλευαν σκληρά – ο πατέρας της στα καράβια, η μητέρα της καθαρίστρια σε μια πολυκατοικία στο κέντρο. Παρ’ όλα αυτά, το τραπέζι τους ήταν σχεδόν πάντα άδειο.

Θυμάμαι μια μέρα που η Μαρία ήρθε να παίξουμε. Είχαμε μόλις τελειώσει το κρυφτό και εγώ, γεμάτη ενθουσιασμό, της πρότεινα να έρθει σπίτι μου για μεσημεριανό. «Δεν μπορώ», μου είπε χαμηλόφωνα. «Η μαμά μου είπε να μην ενοχλώ». Επέμεινα, αλλά εκείνη έμεινε αμετακίνητη. Τότε κατάλαβα πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Το ίδιο βράδυ, άκουσα τη μητέρα μου να μιλάει ψιθυριστά με τον πατέρα μου στην κουζίνα:

– Δεν αντέχω άλλο να βλέπω το παιδί έτσι. Σήμερα δεν είχε ούτε ψωμί στη σχολική τσάντα της.

– Και τι να κάνουμε; Να μπλέξουμε; Οι γονείς της είναι περήφανοι άνθρωποι.

– Θα της δίνω λίγο φαγητό κρυφά. Δεν θα το μάθει κανείς.

Έτσι ξεκίνησε η σιωπηλή βοήθεια. Κάθε πρωί, πριν φύγω για το σχολείο, η μητέρα μου μου έδινε ένα σακουλάκι με σάντουιτς και φρούτα «για τη Μαρία». Έπρεπε να τα δίνω διακριτικά, χωρίς να μας δει κανείς. Ένιωθα σαν να συμμετείχα σε μια μυστική αποστολή – αλλά αντί για ενθουσιασμό, ένιωθα βάρος στο στήθος μου.

Στο σχολείο, οι δάσκαλοι έκαναν πως δεν έβλεπαν. Μια φορά η κυρία Ελένη παρατήρησε πως η Μαρία δεν είχε φαγητό στο διάλειμμα. «Ξέχασες το κολατσιό σου;» τη ρώτησε με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Η Μαρία χαμήλωσε το βλέμμα και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Κανείς δεν επέμεινε.

Οι άλλοι γείτονες συζητούσαν πίσω από τις κουρτίνες τους:

– Η οικογένεια της Μαρίας έχει προβλήματα…

– Ε, ας πρόσεχαν! Όλοι περνάμε δύσκολα.

– Μην μπλέκεις, θα βρεις τον μπελά σου.

Κανείς δεν ήθελε να λερώσει τα χέρια του με τη φτώχεια του άλλου. Η σιωπή ήταν πιο βολική.

👇 Η συνέχεια της ιστορίας σε περιμένει στα σχόλια ⬇

«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, Μαρία! Πάντα εσένα προσέχουν!» φώναξε ο Νίκος, χτυπώντας δυνατά την πόρτα του δωματίου του. Έ...
15/12/2025

«Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, Μαρία! Πάντα εσένα προσέχουν!» φώναξε ο Νίκος, χτυπώντας δυνατά την πόρτα του δωματίου του. Έμεινα να τον κοιτάζω, με το κλειδί του καινούριου αυτοκινήτου να καίει στην παλάμη μου σαν βάρος. Δεν είχα προλάβει να χαρώ ούτε μια στιγμή. Η χαρά μου είχε γίνει ενοχή.

Από μικρά ήμασταν αχώριστοι. Παίζαμε στις αλάνες της Καλλιθέας, μοιραζόμασταν τα πάντα – από το τελευταίο κομμάτι πίτσα μέχρι τα όνειρά μας για το μέλλον. Ο Νίκος ήταν πάντα ο προστάτης μου. Όταν ήμουν στην πρώτη γυμνασίου και με κορόιδευαν για τα γυαλιά μου, εκείνος έμπαινε μπροστά. Όταν έγραφα άσχημα στα μαθηματικά, εκείνος με διάβαζε ώρες ατελείωτες. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα ερχόταν μια μέρα που θα γινόμασταν ξένοι.

Όλα ξεκίνησαν όταν οι γονείς μας αποφάσισαν να μου πάρουν αυτοκίνητο για να πηγαίνω στη σχολή. Ο Νίκος είχε ήδη τελειώσει το ΤΕΙ Μηχανολογίας και δούλευε part-time σε ένα συνεργείο. Εγώ μόλις είχα περάσει στη Νομική και έπρεπε να πηγαινοέρχομαι κάθε μέρα από την Καλλιθέα στο κέντρο. Οι γονείς μου είπαν πως ήταν δίκαιο να με βοηθήσουν. «Και του Νίκου του πήραμε μηχανάκι όταν πέρασε στο ΤΕΙ», είπε η μαμά. Αλλά ο Νίκος δεν το είδε έτσι.

Την ημέρα που έφεραν το αυτοκίνητο – ένα μικρό λευκό Toyota – ο Νίκος δεν βγήκε καν από το δωμάτιό του. Ούτε ένα βλέμμα, ούτε ένα «μπράβο». Το βράδυ, στο τραπέζι, η σιωπή ήταν τόσο βαριά που άκουγες το πιρούνι να χτυπάει στο πιάτο. Ο πατέρας μου προσπάθησε να σπάσει τον πάγο: «Νίκο, θες να κάνεις μια βόλτα με τη Μαρία; Να της δείξεις πώς παρκάρει;»

Ο Νίκος σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε σαν να ήμουν ξένη. «Δεν χρειάζεται εμένα. Τα έχει όλα έτοιμα.» Σηκώθηκε και έφυγε από το τραπέζι.

Από εκείνη τη μέρα, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Ο Νίκος άρχισε να λείπει όλο και περισσότερο από το σπίτι. Έφευγε νωρίς για τη δουλειά και γύριζε αργά, σχεδόν πάντα όταν κοιμόμουν. Όταν τύχαινε να βρεθούμε στην κουζίνα, άλλαζε δωμάτιο. Η μαμά προσπαθούσε να κάνει πως δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά τα μάτια της ήταν πάντα κόκκινα από το κλάμα.

Ένα βράδυ, τον άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο με τον φίλο του τον Σταύρο:

– Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα, ρε φίλε. Όλα για τη Μαρία είναι. Εγώ τι είμαι; Διακοσμητικό;

– Έλα ρε, μην τα παίρνεις έτσι…

– Όχι! Πάντα έτσι ήταν! Από τότε που ήμασταν μικροί! Εκείνη η καλή, εγώ ο άχρηστος!

Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Δεν ήξερα ότι ένιωθε έτσι. Πάντα πίστευα πως ήμασταν ίσοι στα μάτια των γονιών μας. Ή μήπως όχι;

Πέρασαν εβδομάδες έτσι. Το σπίτι είχε γεμίσει σκιές και σιωπές. Οι γονείς μου προσπαθούσαν να μας φέρουν κοντά – πρότειναν οικογενειακές βόλτες, Κυριακάτικα τραπέζια, αλλά ο Νίκος πάντα έβρισκε δικαιολογίες. Μια μέρα, η μαμά μπήκε στο δωμάτιό μου με δάκρυα στα μάτια.

– Μαρία μου… κάνε κάτι εσύ. Μίλα του. Εσύ τον ξέρεις καλύτερα από όλους μας.

Δεν ήξερα τι να κάνω. Φοβόμουν ότι αν προσπαθούσα να του μιλήσω, θα θύμωνε περισσότερο. Αλλά δεν άντεχα άλλο αυτή τη σιωπή.

Ένα απόγευμα, τον περίμενα έξω από το συνεργείο. Τον είδα να βγαίνει κουρασμένος, με τα χέρια του γεμάτα γράσο.

– Νίκο… μπορούμε να μιλήσουμε;

Με κοίταξε ψυχρά.

– Τι θες;

– Μου λείπεις… Δεν αντέχω άλλο έτσι.

– Εσύ δεν έχεις ανάγκη κανέναν πια. Έχεις το αμάξι σου, τη σχολή σου…

– Δεν είναι έτσι! Δεν ζήτησα ποτέ τίποτα παραπάνω από σένα! Αν μπορούσα θα το έδινα πίσω…

– Αλλά δεν το κάνεις.

Σιώπησα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω.

– Ξέρεις τι είναι να δουλεύω όλη μέρα για 500 ευρώ και να βλέπω εσένα να τα έχεις όλα έτοιμα; Να σε καμαρώνουν όλοι; Εγώ τι είμαι; Ο αποτυχημένος;

Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Για πρώτη φορά είδα πόσο πληγωμένος ήταν στ’ αλήθεια.

– Δεν είσαι αποτυχημένος… Είσαι ο αδερφός μου! Είσαι ο ήρωάς μου! Αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα είχα καταφέρει τίποτα…

Γύρισε το κεφάλι αλλού.

– Άσε με τώρα…

🔽 Δες τη συνέχεια στα σχόλια ⬇

«Μαμά, δεν είναι σωστό αυτό που ζητάς!» Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, γεμάτη θυμό και απογοήτευση. Καθόμ...
14/12/2025

«Μαμά, δεν είναι σωστό αυτό που ζητάς!» Η φωνή του Νίκου αντηχεί ακόμα στ’ αυτιά μου, γεμάτη θυμό και απογοήτευση. Καθόμουν στην άκρη του τραπεζιού, με τα χέρια σφιγμένα, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Η πεθερά μου, η κυρία Ελένη, με κοίταξε ψυχρά πάνω από τα γυαλιά της. «Εγώ μεγάλωσα τρία παιδιά μόνη μου, χωρίς βοήθεια. Αν θέλετε να κρατήσω τη μικρή, θέλω ασφάλεια. Δώστε μου τις οικονομίες σας, και το σπίτι θα γραφτεί στη Μαρία όταν μεγαλώσει.»

Η Μαρία, η κόρη μας, μόλις είχε κλείσει τους έξι μήνες. Εγώ, η Άννα, ήμουν έτοιμη να επιστρέψω στη δουλειά μου ως λογίστρια σε μια μικρή εταιρεία στο Περιστέρι. Ο Νίκος είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει υπερωρίες για να τα βγάλουμε πέρα με το στεγαστικό δάνειο. Δεν είχαμε άλλη επιλογή για τη φροντίδα της μικρής – οι παιδικοί σταθμοί ήταν γεμάτοι ή ακριβοί, και οι γονείς μου ζούσαν στη Λάρισα.

Η πρόταση της κυρίας Ελένης έμοιαζε αρχικά σαν σωσίβιο. Όμως, το τίμημα ήταν βαρύ: όλες μας οι οικονομίες – τα χρήματα που μαζεύαμε χρόνια για μια δύσκολη στιγμή ή για να ξεπληρώσουμε το δάνειο νωρίτερα. Κι όλα αυτά με την υπόσχεση ότι το σπίτι που μέναμε – ιδιοκτησία της πεθεράς – θα περνούσε στη Μαρία όταν ενηλικιωνόταν.

«Δεν είναι δίκαιο», ψιθύρισα. «Είναι το μέλλον της κόρης μας. Πώς να εμπιστευτώ ότι θα τηρηθεί η υπόσχεση;»

Η κυρία Ελένη ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ δεν είμαι ξένη. Μη φοβάσαι, Άννα. Αλλά πρέπει να σκεφτώ και τον εαυτό μου. Τα χρόνια περνούν.»

Ο Νίκος με κοίταξε απελπισμένος. «Τι να κάνουμε; Δεν έχουμε άλλη λύση.»

Τις επόμενες μέρες, το σπίτι μας γέμισε ένταση. Οι συζητήσεις γίνονταν ψιθυριστά πίσω από κλειστές πόρτες. Η Μαρία έκλαιγε συχνά – λες και ένιωθε τη βαριά ατμόσφαιρα. Τα βράδια ξαγρυπνούσα, σκεπτόμενη αν κάναμε το σωστό.

Τελικά, υποκύψαμε. Δώσαμε στην κυρία Ελένη τις οικονομίες μας – σχεδόν 15.000 ευρώ. Εκείνη άρχισε να κρατάει τη Μαρία κάθε πρωί, ενώ εγώ επέστρεψα στη δουλειά με βαριά καρδιά.

Στην αρχή όλα έμοιαζαν ήρεμα. Η κυρία Ελένη φρόντιζε τη μικρή με αυστηρότητα αλλά και στοργή. Όμως, σύντομα άρχισαν τα προβλήματα.

«Η Μαρία δεν πρέπει να τρώει σοκολάτα!» φώναζα μια μέρα που γύρισα νωρίτερα και βρήκα τη μικρή με μούτρα λερωμένα.

«Εγώ ξέρω καλύτερα! Έτσι μεγάλωσα τα παιδιά μου», απάντησε η πεθερά μου ενοχλημένη.

Οι διαφωνίες πλήθαιναν: για το φαγητό, τον ύπνο, ακόμα και για τα ρούχα της μικρής. Ο Νίκος προσπαθούσε να μεσολαβήσει, αλλά συχνά κατέληγε να παίρνει το μέρος της μητέρας του.

Ένα βράδυ, μετά από έναν ακόμα καβγά, ο Νίκος ξέσπασε: «Άννα, δεν αντέχω άλλο! Η μάνα μου βοηθάει όσο μπορεί. Της δώσαμε τα λεφτά, τι άλλο θέλεις;»

Ένιωσα μόνη. Οι φίλες μου έλεγαν πως έπρεπε να βάλω όρια, αλλά πώς; Το σπίτι δεν ήταν δικό μας – κάθε φορά που διαφωνούσαμε, η κυρία Ελένη μου θύμιζε ότι μπορούσε να μας διώξει όποτε ήθελε.

Τα Χριστούγεννα ήρθαν με βαριά καρδιά. Στο τραπέζι επικρατούσε σιωπή. Ο αδερφός του Νίκου, ο Γιώργος, πέταξε δηλητηριώδη σχόλια: «Ωραία συμφωνία κάνατε… Μόνο που η μάνα μου τώρα δεν έχει τίποτα στην άκρη.»

Η κυρία Ελένη τον αγριοκοίταξε: «Όταν εσύ κάνεις παιδιά, τότε να μιλήσεις!»

Η ένταση κορυφώθηκε όταν η Μαρία αρρώστησε βαριά με πυρετό. Έτρεξα σπίτι νωρίτερα από τη δουλειά και βρήκα τη μικρή μόνη της στο δωμάτιο – η πεθερά μου μιλούσε στο τηλέφωνο στην κουζίνα.

«Πώς την άφησες μόνη;» ούρλιαξα.

«Δεν έγινε τίποτα! Μόνο πέντε λεπτά…»

Ο Νίκος έφτασε τρέχοντας από τη δουλειά και βρήκε εμένα να κλαίω και τη μητέρα του να φωνάζει ότι είμαι υπερβολική.

👇💬 Τα υπόλοιπα είναι στα σχόλια ⬇

«Δεν θα το αφήσω έτσι, Μαρία! Το σπίτι αυτό ανήκει στον γιο μου, όχι σε εσένα!» Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρίας Ελένη...
14/12/2025

«Δεν θα το αφήσω έτσι, Μαρία! Το σπίτι αυτό ανήκει στον γιο μου, όχι σε εσένα!» Η φωνή της πεθεράς μου, της κυρίας Ελένης, αντηχούσε στο μικρό σαλόνι, ενώ ο μικρός Νίκος κοιτούσε με μεγάλα, φοβισμένα μάτια από τη γωνία. Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε μια εβδομάδα που ερχόταν απρόσκλητη, απαιτώντας να της παραδώσω τα κλειδιά του σπιτιού. Ο άντρας μου, ο Γιώργος, είχε φύγει πριν δύο μήνες – μια νύχτα με βροχή, χωρίς να πει λέξη. Από τότε, όλα άλλαξαν.

Στεκόμουν απέναντί της, τα χέρια μου έτρεμαν αλλά δεν το έδειξα. «Το σπίτι αυτό το χτίσαμε μαζί με τον Γιώργο. Εδώ μεγάλωσε ο Νίκος. Δεν θα φύγω.»

Η κυρία Ελένη με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση. «Εσύ δεν είσαι τίποτα χωρίς τον γιο μου. Μια ξένη ήσουν πάντα.»

Τα λόγια της με πλήγωσαν βαθιά. Ήξερα πως ποτέ δεν με αποδέχτηκε πραγματικά. Από την πρώτη μέρα που παντρεύτηκα τον Γιώργο, ένιωθα σαν να περπατάω σε τεντωμένο σχοινί. Η οικογένειά του ήταν από τις παλιές της Καλαμάτας – με όνομα βαρύ και περηφάνια που δεν συγχωρούσε λάθη.

Όταν ο Γιώργος άρχισε να αργεί τα βράδια και να γυρίζει μυρίζοντας κρασί, ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Προσπάθησα να τον πλησιάσω, να του μιλήσω, αλλά κάθε φορά κατέληγε σε καβγά. «Δεν αντέχω άλλο αυτή τη ζωή!» φώναξε την τελευταία φορά πριν φύγει. Κι εγώ έμεινα μόνη, με ένα παιδί και ένα σπίτι που ξαφνικά έγινε πεδίο μάχης.

Οι μέρες περνούσαν αργά. Η γειτονιά ψιθύριζε πίσω από τις κουρτίνες. «Η Μαρία μόνη της τώρα… Τι θα κάνει;» άκουγα τις φωνές τους όταν πήγαινα στο φούρνο ή στο μπακάλικο. Ακόμα και η φίλη μου η Σοφία, που πάντα ήταν δίπλα μου, άρχισε να απομακρύνεται. «Δεν θέλω μπλεξίματα με την οικογένεια του Γιώργου», μου είπε μια μέρα.

Η κυρία Ελένη δεν σταμάτησε εκεί. Έφερε δικηγόρο. Μου ήρθε εξώδικο: «Απαιτούμε την άμεση αποχώρησή σας από το ακίνητο». Ένιωσα το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Πώς θα έβρισκα σπίτι; Πού θα πήγαινα τον Νίκο; Τα οικονομικά μας ήταν ήδη δύσκολα – δούλευα καθαρίστρια σε ένα ξενοδοχείο τα πρωινά και τα απογεύματα βοηθούσα σε ένα φροντιστήριο για λίγα ευρώ.

Το βράδυ έκλαιγα σιωπηλά για να μην με ακούσει ο Νίκος. Εκείνος όμως καταλάβαινε. Μια νύχτα ήρθε στο κρεβάτι μου και με αγκάλιασε σφιχτά. «Μαμά, μην κλαις… Εγώ είμαι εδώ.» Τότε κατάλαβα πως δεν είχα το δικαίωμα να λυγίσω.

Ξεκίνησα να ψάχνω δικηγόρο. Βρήκα τον κύριο Παναγιώτη – έναν παλιό φίλο του πατέρα μου. «Μαρία, η υπόθεση είναι δύσκολη», μου είπε ευθέως. «Η κυρία Ελένη έχει χρήματα και γνωριμίες. Αλλά αν το σπίτι είναι στο όνομα του Γιώργου και ήσουν παντρεμένοι όταν το αποκτήσατε, έχεις δικαιώματα.»

Οι μήνες πέρασαν με δικαστήρια, χαρτιά, καταθέσεις. Η κυρία Ελένη ερχόταν κάθε φορά στο δικαστήριο ντυμένη στα μαύρα, με ύφος θλιμμένης μάνας που έχασε τον γιο της – ενώ ο Γιώργος ζούσε στην Αθήνα με μια άλλη γυναίκα.

«Δεν ντρέπεσαι;» της είπα μια μέρα έξω από το δικαστήριο. «Ο γιος σου μας παράτησε κι εσύ κυνηγάς εμένα και το παιδί;»

Με κοίταξε ψυχρά. «Εγώ προστατεύω την οικογένειά μου.»

Ένιωθα πως δεν είχα πια κανέναν σύμμαχο. Ακόμα και οι δικοί μου γονείς είχαν κουραστεί από τα προβλήματα. «Μήπως να τα παρατήσεις; Να πας κάπου αλλού;» μου είπε η μητέρα μου ένα βράδυ στο τηλέφωνο.

👇 Ρίξε μια ματιά στα σχόλια για τη συνέχεια 👇

Address

Ioánnina

Alerts

Be the first to know and let us send you an email when Anemos posts news and promotions. Your email address will not be used for any other purpose, and you can unsubscribe at any time.

Share