
02/10/2025
«Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις; Δεν είμαι πια παιδί!» φώναξα, με τη φωνή μου να σπάει από θυμό και απελπισία. Η μητέρα μου, η κυρία Ελένη, στεκόταν απέναντί μου με τα χέρια σταυρωμένα, το βλέμμα της σκληρό αλλά και πληγωμένο. Ο πατέρας μου, ο κύριος Μανώλης, καθόταν στον καναπέ, σιωπηλός όπως πάντα, με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Ήταν ένα ακόμη βράδυ στο μικρό μας διαμέρισμα στα Πατήσια, όπου οι τοίχοι ήταν λεπτοί και τα μυστικά ανύπαρκτα.
Δεν ξέρω πότε ακριβώς άρχισα να νιώθω φυλακισμένη. Ίσως όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο και δεν βρήκα δουλειά, ή ίσως όταν οι φίλοι μου άρχισαν να φεύγουν από το σπίτι των γονιών τους κι εγώ έμενα πίσω, εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δύο γενιές που δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Η μητέρα μου ήθελε να με προστατεύσει, να με κρατήσει κοντά της, αλλά εγώ ασφυκτιούσα. Ο πατέρας μου, πάντα ήσυχος, πάντα κουρασμένος από τη δουλειά στο συνεργείο, απέφευγε τις συγκρούσεις. Κι εγώ; Εγώ ήμουν η κόρη που έπρεπε να είναι ευγνώμων, αλλά ένιωθα μόνο θυμό.
«Δεν καταλαβαίνεις πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα εκεί έξω», είπε η μητέρα μου, με μια φωνή που έτρεμε. «Όλος ο κόσμος ψάχνει για δουλειά. Εδώ τουλάχιστον έχεις ένα πιάτο φαΐ και μια στέγη πάνω από το κεφάλι σου.»
«Δεν θέλω μόνο αυτά! Θέλω να ζήσω!» απάντησα, και ένιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρυα. Πόσες φορές είχαμε κάνει αυτή τη συζήτηση; Πόσες φορές είχα ονειρευτεί να ανοίξω την πόρτα και να φύγω χωρίς να κοιτάξω πίσω;
Τα βράδια, όταν οι γονείς μου κοιμόντουσαν, καθόμουν στο μικρό μπαλκόνι και κοίταζα τα φώτα της πόλης. Προσευχόμουν σιωπηλά, όχι γιατί ήμουν ιδιαίτερα θρήσκα, αλλά γιατί δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω. «Θεέ μου, δώσε μου δύναμη», ψιθύριζα. Δεν ζητούσα θαύματα. Μόνο λίγη ησυχία μέσα στο κεφάλι μου.
Η ζωή στο διαμέρισμα ήταν μια συνεχής πρόκληση. Το πρωί ξυπνούσα από τις φωνές της μητέρας μου που ετοίμαζε τον καφέ του πατέρα μου. Το μεσημέρι τρώγαμε όλοι μαζί στο μικρό τραπέζι της κουζίνας, προσπαθώντας να αποφύγουμε τα δύσκολα θέματα. Το βράδυ, οι ειδήσεις στην τηλεόραση γέμιζαν το σπίτι με φόβο και απαισιοδοξία. Η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει και τη δική μας οικογένεια. Ο πατέρας μου είχε χάσει ώρες από τη δουλειά του, η μητέρα μου έκανε περιστασιακές δουλειές καθαριότητας για να συμπληρώσει το εισόδημα.
Μια μέρα, γύρισα σπίτι αργά από μια συνέντευξη για δουλειά που πήγε άσχημα. Η μητέρα μου με περίμενε στην πόρτα.
«Πάλι άργησες. Πού ήσουν;»
«Στη συνέντευξη που σου είπα.»
«Και;»
«Δεν πήγε καλά.»
Έσκυψε το κεφάλι της. «Θα βρεις κάτι, κορίτσι μου. Αλλά μην ξεχνάς ποια είσαι.»
Αυτή η φράση με πλήγωσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Ποια ήμουν; Μια άνεργη κοπέλα στα 28 της που ζούσε ακόμα με τους γονείς της; Ένιωθα πως δεν ήμουν τίποτα.
Τη νύχτα εκείνη προσευχήθηκα πιο έντονα από ποτέ. «Θεέ μου, αν υπάρχεις, δείξε μου έναν δρόμο. Δώσε μου ένα σημάδι.» Δεν ήρθε κανένα σημάδι εκείνη τη στιγμή. Ήρθε όμως κάτι άλλο: μια βαθιά ηρεμία μέσα μου. Για πρώτη φορά μετά από μήνες, κοιμήθηκα χωρίς εφιάλτες.
Τις επόμενες μέρες άρχισα να βλέπω τα πράγματα διαφορετικά. Η μητέρα μου δεν ήταν μόνο αυστηρή – ήταν φοβισμένη για μένα. Ο πατέρας μου δεν ήταν αδιάφορος – ήταν εξαντλημένος από τη ζωή που δεν του έδωσε ποτέ αυτό που ήθελε. Κι εγώ; Ήμουν θυμωμένη γιατί φοβόμουν ότι θα μείνω για πάντα εδώ.
Ένα βράδυ, καθώς καθόμασταν όλοι μαζί στο σαλόνι, άκουσα τον πατέρα μου να λέει κάτι που δεν περίμενα ποτέ:
«Ελένη, άφησέ την να πάρει τον χρόνο της. Κι εγώ όταν ήμουν στην ηλικία της ήθελα να φύγω από το χωριό και να ζήσω στην Αθήνα. Δεν είναι εύκολο.»
Η μητέρα μου τον κοίταξε έκπληκτη. Εγώ ένιωσα ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου.
Από εκείνη τη μέρα άρχισα να μιλάω περισσότερο με τους γονείς μου – όχι μόνο για τα προβλήματα αλλά και για τα όνειρά μου. Τους είπα πόσο πολύ ήθελα να δουλέψω σε έναν εκδοτικό οίκο, πόσο αγαπούσα τα βιβλία και τη γραφή. Η μητέρα μου χαμογέλασε αχνά.
«Θυμάσαι όταν ήσουν μικρή και έγραφες ποιήματα; Τα έχω ακόμα φυλαγμένα.»
Αυτό το μικρό άνοιγμα στην καρδιά της ήταν αρκετό για να αρχίσουμε να χτίζουμε μια νέα σχέση – όχι χωρίς εντάσεις, αλλά με περισσότερη κατανόηση.
Η καθημερινότητα δεν άλλαξε μαγικά. Συνεχίζαμε να έχουμε καβγάδες για τα ίδια πράγματα: τις δουλειές του σπιτιού, τα λεφτά που δεν έφταναν ποτέ, τις προσδοκίες που έμοιαζαν αβάσταχτες. Αλλά κάθε βράδυ συνέχιζα να προσεύχομαι – όχι πια για θαύματα, αλλά για υπομονή και δύναμη.
Μια μέρα γνώρισα την Άννα στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς μας – μια κοπέλα που εργαζόταν εκεί εθελοντικά. Μου μίλησε για ένα πρόγραμμα δημιουργικής γραφής που ξεκινούσε σύντομα.
👇💬 Τα υπόλοιπα είναι στα σχόλια ⬇