17/09/2025
ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το βιβλίο του Μητροπολίτου Σιγκαπούρης και Νοτίου Ασίας, Κωνσταντίνου Τσίλη, «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ, ταξιδεύοντας στο απρόοπτο...», των εκδόσεων «Αρχονταρίκι».
ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΒΟΗΘΕΙΑ, ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ
Ξημέρωμα στη Δυτική Βεγγάλη. Ο δρόμος που μας οδηγούσε στα απομακρυσμένα χωριά ήταν γεμάτος σκόνη και λακκούβες, λες και η ίδια η γη προσπαθούσε να μας πει να γυρίσουμε πίσω. Όμως εμείς συνεχίζαμε, με τα αυτοκίνητά μας φορτωμένα μέχρι επάνω: Τρόφιμα, ρούχα, είδη πρώτης ανάγκης. Σκεφτόμουν πως τα χωριά που επισκεπτόμασταν ήταν μέρη που ο χρόνος είχε ξεχάσει. Μέρη που η ζωή ήταν σκληρή και η καθημερινότητα ένας αγώνας επιβίωσης. Κάθε φορά που πηγαίναμε, έλεγα στον εαυτό μου ότι ξέρω τι θα αντικρίσω, γιατί το είχα δει ξανά και ξανά. Όμως πάντα έβρισκα τον εαυτό μου απροετοίμαστο για την ωμή πραγματικότητα. Πάντα υπήρχε κάτι που σου θύμιζε ότι η φτώχεια δεν έχει τέλος – μόνο βάθος.
Η ζωή στα απόμερα χωριά της Δυτικής Βεγγάλης είναι ένας διαρκής αγώνας με τη φτώχεια, τη φύση και την εγκατάλειψη. Τα μέρη αυτά, κρυμμένα μέσα σε ζούγκλες και μακριά από κάθε ίχνος πολιτισμού, μοιάζουν να έχουν παγώσει στον χρόνο. Τα περισσότερα σπίτια είναι φτιαγμένα από λάσπη, άχυρο και μπαμπού, με στέγες που δεν αντέχουν ούτε τη βροχή ούτε τη ζέστη. Οι δρόμοι, αν μπορείς να τους πεις έτσι, είναι στενοί, γεμάτοι λάσπη την εποχή των μουσώνων και σκόνη όταν ο ήλιος καίει. Η ηλεκτροδότηση είναι σπάνια, και όταν υπάρχει, διαρκεί μόνο λίγες ώρες την ημέρα. Το νερό, αντλημένο από μολυσμένα πηγάδια ή ρυάκια, είναι η αιτία για πολλές ασθένειες, αλλά χωρίς άλλη επιλογή, οι κάτοικοι συνεχίζουν να το πίνουν. Το σχολείο, αν υπάρχει, είναι ένα μικρό δωμάτιο που συνήθως όλοι κάθονται στο πάτωμα ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε μερικά παλιά θρανία – και σχεδόν κανένα βιβλίο. Οι δάσκαλοι είναι λίγοι και συχνά απουσιάζουν.
Οι συνθήκες υγιεινής είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Τουαλέτες δεν υπάρχουν στα σπίτια, και οι άνθρωποι αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τα χωράφια ή τις άκρες των δρόμων. Τα παιδιά μεγαλώνουν ξυπόλητα, εκτεθειμένα σε μολύνσεις, ενώ πολλές φορές παίζουν δίπλα στα βρώμικα νερά που χρησιμοποιούν για το πλύσιμο των ρούχων και του σώματός τους. Η έλλειψη βασικής ιατρικής περίθαλψης κάνει ακόμη και τις πιο απλές ασθένειες, όπως ο πυρετός ή μια μόλυνση, να μοιάζουν με θανατική καταδίκη. Η αναιμία, ο υποσιτισμός, οι κοιλιακές διαταραχές και οι χρόνιες παθήσεις είναι κοινά φαινόμενα. Για τις γυναίκες, η κατάσταση είναι ακόμη πιο σκληρή. Οι περισσότερες γεννούν στο σπίτι, χωρίς καμία ιατρική φροντίδα ή εξοπλισμό, και πολλά παιδιά δεν προλαβαίνουν να γιορτάσουν τα πρώτα τους γενέθλια. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους να συνεχίζουν. Με χαμόγελα, με αλληλεγγύη, με μια αόρατη δύναμη που τους κρατά ζωντανούς, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν να είναι εναντίον τους.
Όταν φτάσαμε στα χωριά, η σκόνη από τα αυτοκίνητά μας είχε δημιουργήσει ένα σύννεφο, σαν ένα πέπλο που στεκόταν ανάμεσα σε εμάς και τους ανθρώπους που μας περίμεναν. Τα παιδιά ήταν τα πρώτα που πλησίασαν, με τα μικρά πόδια τους να τρέχουν γυμνά πάνω στο καυτό χώμα. Έβλεπες τη χαρά στα μάτια τους, αυτή την παιδική αθωότητα που δεν λυγίζει, ακόμα κι όταν γύρω τους όλα δείχνουν να καταρρέουν. Οι ενήλικες μας πλησίασαν πιο διστακτικά, με βλέμματα γεμάτα προσμονή. Ήξεραν ότι φέραμε κάτι χρήσιμο, κάτι που θα έκανε την ημέρα τους λίγο καλύτερη, ίσως και τη ζωή τους λίγο πιο υποφερτή.
Ανάμεσά τους, την πρόσεξα. Μια γυναίκα μεσήλικη, με πρόσωπο σκαμμένο από τον χρόνο και τις δυσκολίες. Το σώμα της ήταν αδύνατο, σχεδόν σκελετωμένο, και φορούσε ένα κουρελιασμένο σάρι που μόλις και μετά βίας κάλυπτε τη γύμνια της. Έμοιαζε να κουβαλά το βάρος όλου του κόσμου στους ώμους της. Στο ένα της χέρι κρατούσε ένα μικρό αγόρι. Δεν θα ήταν πάνω από πέντε ετών. Στο άλλο, ένα κορίτσι λίγο μεγαλύτερο, με μάτια που έμοιαζαν να σε κοιτάζουν και να σε ρωτούν «γιατί;». Μας πλησίασε αργά, σχεδόν φοβισμένα, σαν να αναρωτιόταν αν θα την ακούσουμε ή αν θα την αγνοήσουμε, όπως πιθανότατα έχει συμβεί πολλές φορές στη ζωή της.
Όταν έφτασε μπροστά μου, μου μίλησε με φωνή τρεμάμενη, αλλά τα λόγια της ήταν γεμάτα απόγνωση. «Αυτά είναι τα εγγόνια μου», είπε δείχνοντας τα δύο παιδιά. «Ο πατέρας τους έφυγε πριν χρόνια. Είπε πως θα πάει να δουλέψει σε άλλη περιοχή, σε χωράφια που ζητούσαν εργάτες, και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Έχουν χρόνια να τον δουν ή να ακούσουν νέα του. Κάποιοι λένε πως έκανε άλλη οικογένεια εκεί που πήγε. Ποιος να ξέρει; Η μάνα τους…», έκανε μια μικρή παύση και προσπαθούσε να βρει τη δύναμη να συνεχίσει. «Η μάνα τους αρρώστησε και πέθανε πριν λίγο καιρό. Από τότε… Εγώ τα μεγαλώνω. Μόνη μου. Εγώ είμαι η γιαγιά τους».
Τα λόγια της έμοιαζαν να βγαίνουν από την ψυχή της, σαν να είχε συγκεντρώσει όλο το κουράγιο της για να τα πει. Έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος μου και χαμήλωσε τη φωνή της. «Αλλά δεν ξέρω πόσο ακόμα θα ζω. Είμαι άρρωστη. Έχω πολλά προβλήματα υγείας. Και αν πεθάνω… Ποιος θα φροντίσει αυτά τα παιδιά; Ποιος θα είναι εκεί για να τα προστατεύσει;». Το βλέμμα της ήταν γεμάτο φόβο, αλλά και μια παράξενη αποφασιστικότητα. «Εσείς…», είπε και η φωνή της έσπασε. «Μπορείτε να τα πάρετε; Να τους δώσετε μια καλύτερη ζωή; Είστε καλός άνθρωπος… Παρακαλώ…».
Έμεινα σιωπηλός. Τα λόγια της με χτύπησαν σαν ρεύμα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος μας ζητούσε κάτι παρόμοιο, αλλά η έκπληξη και το σοκ που νιώθεις είναι το ίδιο. Κάθε φορά. Πώς να απαντήσεις σε μια τέτοια παράκληση; Πώς να πεις σε μια γυναίκα που έχει χάσει τα πάντα ότι δεν έχεις τη δύναμη να της στερήσεις αυτά τα δύο παιδιά που αγαπά και παράλληλα να τα ξεκολλήσεις από τη μόνη αγκαλιά που γνωρίζουν; Έπιασα το χέρι της και της είπα: «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Δεν θα είναι ποτέ μόνα τους. Εμείς θα είμαστε εδώ για να τα φροντίζουμε. Θα τους δίνουμε τρόφιμα, ρούχα, ό,τι χρειάζονται. Θα πάνε και στο σχολείο. Και εσύ να τα έχεις εδώ, κοντά σου, να τα καμαρώνεις. Να τα βλέπεις να μεγαλώνουν και να ξέρεις ότι δεν θα τους λείψει τίποτα».
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, αλλά δεν άφησε ούτε ένα να κυλήσει. Το βλέμμα της μαλάκωσε, αλλά η θλίψη δεν έφυγε. Τα παιδιά, όμως, χαμογέλασαν. Το αγόρι άρπαξε κάτι από τα τρόφιμα που του δώσαμε και το έσφιξε στο στήθος του, σαν να κρατούσε θησαυρό. Το κορίτσι μού έπιασε το χέρι και με κοίταξε με εκείνα τα μεγάλα, σοβαρά μάτια. Δεν είπε τίποτα. Κρατούσε το χέρι μου με δύναμη. Δεν ήθελε να το αφήσει. Ήταν γεμάτο ευγνωμοσύνη και κάτι που έμοιαζε με ελπίδα μέσα στο αβέβαιο της ζούγκλας που ζούσε. Μια ελπίδα που στο παιδικό της μυαλό ήξερε, ίσως για πρώτη φορά, ότι θα επαληθευτεί.
Η διανομή της βοήθειας που κουβαλούσαμε κράτησε ώρες. Λογικό, αν κανείς αναλογιστεί πως οι καιρικές συνθήκες δυσκολεύουν πάντα αυτές τις προσπάθειες, Ο ήλιος έκανε τα ρούχα μας να καίνε. Ο ιδρώτας έτρεχε σαν ποτάμι πάνω μας. Μετά από λίγο ένιωθες λιποθυμία. Και μέσα σε όλα αυτά έχεις να αντιμετωπίσεις και τη δυσπιστία και την προκατάληψη των ντόπιων.
Γιατί, δεν ξυπνάς ένα πρωί και λες τώρα θα πάω να μοιράσω ρούχα και τρόφιμα σε αγνώστους. Συνήθως κάποιοι από τις περιοχές αυτές έρχονται και σε βρίσκουν και σε παρακαλούν να βοηθήσεις. Κι όμως πάντα θα υπάρχουν ορισμένοι που όταν θα φθάσεις στα μέρη τους θα προσπαθήσουν να δημιουργήσουν φασαρία και να διαδώσουν πως η βοήθεια που θα δοθεί θα έχει τάχα ανταλλάγματα. Θέλει χρόνο και επιμονή για να τους δώσεις να κατανοήσουν πως τα κίνητρά σου είναι αγνά και πως το μόνο σου κέρδος θα είναι το χαμόγελό τους. Έτσι και σήμερα. Πρώτα ήρθαν τα παιδιά και μετά οι γυναίκες, κρατώντας μωρά στην αγκαλιά τους ή τραβώντας δειλά τα μεγαλύτερα παιδιά από το χέρι.
Οι άνδρες στάθηκαν πιο πίσω, παρατηρώντας αμίλητοι, με βλέμματα που έκρυβαν μια μίξη περιέργειας και αξιοπρέπειας. Όταν ανοίξαμε τα πορτμπαγκάζ και αρχίσαμε να βγάζουμε τους σάκους με τα τρόφιμα και τα δέματα με τα ρούχα, το ύφος τους άλλαξε. Τα μάτια τους γέμισαν προσμονή, αλλά κανείς δεν έσπρωξε, κανείς δεν έκανε φασαρία. Περίμεναν υπομονετικά, με μια σιωπηλή ευγνωμοσύνη που ήταν σχεδόν συγκινητική.
Τα παιδιά ήταν τα πρώτα που έδειξαν τη χαρά τους. Όταν μοιράσαμε τα πακέτα με τα παιχνίδια, τα μικρά χέρια τους άρπαξαν τις κούκλες, τα πλαστικά αυτοκινητάκια και τις μπάλες και τα κρατούσαν σαν θησαυρούς. Μια ηλικιωμένη έπιασε το χέρι μου και μου είπε με σπασμένη φωνή: «Θα φάμε όλοι μαζί απόψε. Όλοι μαζί, σαν οικογένεια. Στην καλύβα μου». Προσπάθησε να σκύψει να ακουμπήσει τα παπούτσια μας ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Τη σταματήσαμε και την αγκαλιάσαμε.
Ήταν εκείνη η στιγμή που κατάλαβα πως αυτό που για εμάς φαινόταν μικρό –κάποια κιλά τρόφιμα και δεκάδες κούτες με ινδικά ρούχα– για εκείνους ήταν η διαφορά ανάμεσα στην απελπισία και την επιβίωση. Τα χαμόγελά τους, τα μάτια τους που έλαμπαν από χαρά, αλλά και η αξιοπρέπεια με την οποία δέχονταν τη βοήθεια, έκαναν κάθε κόπο μας να μοιάζει ασήμαντος μπροστά στην ανταμοιβή που νιώσαμε εκείνη τη μέρα.
Όταν φύγαμε αργά το απόγευμα από το χωριό, τα παιδιά στέκονταν και μας χαιρετούσαν. Οι κοιλίτσες τους είχαν φουσκώσει από τις καραμέλες και τα μπισκότα που είχαν φάει εκείνη την ημέρα. Λίγο πιο πίσω και η γιαγιά που ήθελε να μας δώσει τα παιδιά της. Η φιγούρα της ήταν ακόμα σκυφτή, αλλά φαινόταν λίγο πιο ανάλαφρη. Στην έκφρασή της έβλεπες την αγωνία και τον φόβο της για να μην την ξεχάσουμε και εγκαταλείψουμε τα εγγόνια της. Κι εγώ, καθώς τους κοιτούσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου, ένιωσα ότι είχα αφήσει πίσω ένα κομμάτι της καρδιάς μου. Ένα κομμάτι που θα με ακολουθεί για πάντα, να μου θυμίζει ότι κάποιες υποσχέσεις δεν είναι απλώς λόγια. Είναι ευθύνη. Και είναι η πραγματοποίηση αυτών των υποσχέσεων που μας κάνει ανθρώπους.