![Διονύσης Στεργιούλας | ...μερικὲς φορὲς ὁ προορισμὸς βρίσκεται ἤδη στὸ ταξίδι.[...] Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀποφάσισα νὰ πά...](https://img4.medioq.com/270/321/1261044172703219.jpg)
10/10/2025
Διονύσης Στεργιούλας | ...μερικὲς φορὲς ὁ προορισμὸς βρίσκεται ἤδη στὸ ταξίδι.
[...] Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἀποφάσισα νὰ πάω στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ συναντήσω τὸν Γέροντα Παΐσιο. […]
Ἡ πορεία ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ὣς τὶς Καρυές, τὴν πρωτεύουσα τῆς μοναστικῆς πολιτείας, ἦταν κατὰ κάποιον τρόπο ὑποχρεωτική, χωρὶς τὴ δυνατότητα ἐναλλακτικῶν ἐπιλογῶν. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, μετὰ τὴν ἔγκριση τῆς διαμονῆς, ὁ κάθε προσκυνητὴς εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ κάνει τὶς δικές του ἐπιλογές, ἀκολουθώντας εἴτε τὸ πρόγραμμα εἴτε τὴ διαίσθησή του.
[…]
Ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πίσω πλευρὰ τοῦ γνωστοῦ ἀπὸ τὶς τοιχογραφίες τοῦ Μανουὴλ Πανσέληνου ναοῦ τοῦ Πρωτάτου ὑπῆρχε ἕνα κατάστημα μὲ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τουριστικὰ εἴδη. Εἰκόνες, κομποσχοίνια, κάρτες, μικρὰ ξυλόγλυπτα. Στὴν εἴσοδο στεκόταν ἕνας δόκιμος μοναχός, συνταξιδιώτης στὸ πολύωρο ταξίδι τῆς προηγούμενης μέρας. Εἴχαμε κάνει μαζί του καὶ μιὰ σύντομη συζήτηση στὸ καΐκι. Ἀφοῦ πλησιάσαμε ἀρκετὰ καὶ χαιρετήσαμε, τὸν ρωτάω: «Ὁ Γέροντας Παΐσιος βρίσκεται στὸ Ὄρος ἢ λείπει;».
Μᾶς ἀντιμετώπισε μὲ ἐμφανὴ ἔκπληξη: «Καὶ βέβαια βρίσκεται στὸ Ὄρος, ἀφοῦ χθὲς ταξίδευε μαζί μας».
Ἦρθε ἡ σειρά μου νὰ νιώσω ἔκπληξη. Θέλοντας μᾶλλον νὰ βεβαιωθῶ ὅτι δὲν ἄκουσα ἢ δὲν κατάλαβα καλά, ἐπανέλαβα μηχανικὰ τὰ τελευταῖα λόγια του: «Ὁ Παΐσιος χθὲς ταξίδευε μαζί μας;». «Ἦταν ὁ μοναχὸς ποὺ βρισκόταν δίπλα σας σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ».
Δὲν μποροῦσα νὰ τὸ πιστέψω. Ἐρχόμασταν στὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ συναντήσουμε τὸν Γέροντα Παΐσιο καὶ ἐκεῖνος ταξίδευε μαζί μας ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἦταν ὁ μοναχὸς ποὺ καθόταν δίπλα μας στὸ ΚΤΕΛ Χαλκιδικῆς τῆς ὁδοῦ Καρακάση στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὸ τετράωρο ταξίδι γιὰ τὴν Οὐρανούπολη, στὸ καφενεῖο τοῦ λιμανιοῦ μπροστὰ ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ πύργο, ὁ μοναχὸς ποὺ μαζὶ φτάσαμε στὸ λιμανάκι τῆς Δάφνης καὶ μετὰ πήραμε τὸ λεωφορεῖο γιὰ τὶς Καρυές, ἀπὸ ὅπου θὰ παραλαμβάναμε τὸ διαμονητήριο, τὴν ἐπίσημη ἄδεια ὀλιγοήμερης παραμονῆς ποὺ ἐξέδιδε ἡ Ἱερὰ Ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ἴσως τὰ ὅσα εἶχα ἀκούσει γιὰ τὸν Παΐσιο εἶχαν δημιουργήσει μέσα μου τέτοια προκατάληψη καὶ προσδοκία, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσα κἂν νὰ ὑποψιαστῶ ὅτι ἕνας συνηθισμένος στὴν ὄψη καλόγερος, μὲ ἁπλὸ λόγο ποὺ δὲν προκαλοῦσε κανέναν ἐντυπωσιασμό, ἦταν ὁ διάσημος ἀσκητὴς ποὺ ἀναζητούσαμε.
Ἡ ἀρχικὴ ἔκπληξη δὲν ὑποχωροῦσε. Λέω στὸν μοναχό: «Μὰ ἐμεῖς ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ συναντήσουμε τὸν Παΐσιο. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἦταν χτὲς ὀχτὼ ὧρες μαζί μας καὶ νὰ μὴν τὸ ἔχουμε καταλάβει;». «Σᾶς ἔβλεπα νὰ συζητᾶτε καὶ σκέφτηκα ὅτι γνωρίζεστε».
[…]
Ἡ διαδρομή, μαζὶ μὲ τὴ δεκάλεπτη στάση γιὰ φωτογραφίες καὶ ξεδίψασμα στὸ Κουτλουμούσι, διήρκεσε περίπου μισὴ ὥρα. Οἱ μικρὲς ξύλινες πινακίδες μᾶς ὁδηγοῦσαν μέσα ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα λιθόστρωτα, ὥσπου φτάσαμε σὲ ἕνα σπίτι χτισμένο μὲ πέτρες, γιὰ τὸ ὁποῖο ὑποθέσαμε ὅτι εἶναι ἡ κατοικία του. Ἧταν ἕνα χαμηλὸ διώροφο μὲ μεγάλη αὐλὴ καὶ λόγω τῆς ἔλλειψης ἠλεκτρισμοῦ, ἀντὶ γιὰ κουδούνι ὑπῆρχε στὴν εἴσοδο τοῦ οἰκήματος ἕνα καμπανάκι, δεμένο μὲ ἕνα μακρὺ σκοινί, ποὺ ἡ ἄλλη ἄκρη του ἦταν πιασμένη στὸν φράχτη δίπλα στὴν αὐλόπορτα.
Τραβήξαμε τὸ σκοινὶ καὶ ἀκούστηκε ὁ ἦχος τοῦ κουδουνιοῦ. Δὲν βγῆκε κανείς. Τότε παρατηρήσαμε μιὰ λιτὴ ἐπιγραφὴ σὲ χαρτί, δεξιὰ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς αὐλῆς, κολλημένη σὲ ἕνα αὐτοσχέδιο γραμματοκιβώτιο: «Εὐλογημένη χριστιανοί, δὲν ἦρθα ἐδῶ γιὰ νὰ κάνο τὸν δάσκαλο. Γράψετε τί θέλετε καὶ ρίξετε τὸ χαρτὶ στὸ κουτί».
Γιὰ ὅσους δὲν εἶχαν μαζί τους μολύβι καὶ χαρτί, ὑπῆρχε ἕνα γυάλινο βάζο μὲ κομματάκια λευκοῦ χαρτιοῦ καὶ ἕνα μολυβάκι. Κάτι ἔγραψα καὶ τὸ ἔριξα στὸ κουτί.
[…]
Μπήκαμε στὴν αὐλὴ καὶ περιμέναμε κανένα εἰκοσάλεπτο. […] Κεραστήκαμε μόνοι μας δυὸ λουκούμια ὁ καθένας ἀπὸ τὸ μισογεμάτο κουτὶ ποὺ ὑπῆρχε στὴν αὐλὴ γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες καὶ δροσιστήκαμε πίνοντας κρύο νερό, ποὺ ἐρχόταν ἐκεῖ μὲ ἕνα πράσινο λάστιχο ποτίσματος. Τὸν Παΐσιο ὅμως δὲν τὸν συναντήσαμε.
[…]
Μπήκαμε στὸ λεωφορεῖο καὶ ξεκινήσαμε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἕνα αἴσθημα ἀπογοήτευσης, ποὺ δὲν ἔλεγε νὰ ὑποχωρήσει, μὲ συνόδευε στὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕνα μεγάλο διάστημα στὴ συνέχεια, γιὰ τὴ συνάντηση ποὺ ἔγινε καὶ δὲν ἔγινε, παρ’ ὅλο πού, ὅταν τὸ ξανασκέφτηκα μετὰ ἀπὸ καιρὸ μὲ καθαρὸ μυαλὸ καὶ συναισθηματικὴ ἀποστασιοποίηση, ἔνιωσα τυχερὸς γιὰ τὸ μάθημα «ὑψηλῆς αἰσθητικῆς» ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ πατέρας Παΐσιος, ἔστω καὶ ἄθελά του. Ἐὰν γιὰ τὸν Καβάφη τὸ ἐνδιαφέρον βρίσκεται στὸ ταξίδι καὶ ὄχι στὸν προορισμό, τὸ μόνο ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν περιπέτεια εἶναι ὅτι μερικὲς φορὲς ὁ προορισμὸς βρίσκεται ἤδη στὸ ταξίδι, ἐνυπάρχει σʼ αὐτό, ἡ ἴδια ἡ ἀναζήτηση εἶναι ἕνας προορισμός.
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιλβίο "Ἐπίσκεψις Ὁσίου Παἱσίου", Ἐκδόσεις Ἀθ. Ἀλτιντζῆ